Ὁ ἅγιος Πορφύριος καί ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα

Τοῦ Φώτη Σχοινᾶ.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος καὶ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους ὅλων των ἐποχῶν, ὅπως ἀποφάνθηκε σύγχρονος ἐπίσκοπος. Ὄχι ἕνας ἁπλὸς ἅγιος, ἀλλὰ ἕνας ἅγιος σχεδὸν πάνσοφος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ὁ πατὴρ Πορφύριος κατεῖχε νοῦ δυνάμενο νὰ ὑπερίπταται πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατέρχεται ἕως τὶς ἀβύσσους, νοῦ παντοδύναμο μὲ τὴ Θεία Δύναμη, παντεπόπτη μέσα στὸ θεῖο Φῶς, παντογνώστη μέσα στὴν ἔνθεη Γνώση. Μὲ τὴν ἐνορατική του δύναμη, τὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζει “εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τὸ τοῦ ἀνθρώπου”, ἐκεῖνος τὸ γνώριζε μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ». (Χρυσοστόμου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, Θεὸς Λόγος καὶ ἀνθρώπινος λόγος, Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου, Ἅγιον Ὅρος 1998, σελ. 449).

Ἀποτελεῖ ξεχωριστὸ ἐνδιαφέρον λοιπὸν νὰ δοῦμε τὶς ἀπόψεις ἑνὸς τόσο θεοφωτίστου νοῦ γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα.Νομίζω ἀναγκαῖο νὰ σημειώσω ὅτι παρουσιάζω μόνον ὅσες ἐγὼ ἐγνώρισα καὶ αὐτὲς ἐλλειπτικὰ λόγω στενότητος χώρου. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες, ἐξίσου ἢ περισσότερο ἐνδιαφέρουσες.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος θεωρεῖ πολὺ σημαντικὸ πράγμα τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα. Καὶ τοῦτο γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα ἔχουν γραφεῖ πρωτογενὼς πολὺ σπουδαία πράγματα καὶ βαθιὰ νοήματα καὶ κυρίως γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα διετυπώθη πρωτογενὼς τὸ σωτηριολογικὸ μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Θεωρεῖ ὅτι ἡ τυχὸν ἐγκατάλειψή της συνεπάγεται μεγάλη πνευματικὴ πτώχευση καὶ ἔνδεια. Ὠσαύτως εἶναι τῆς γνώμης ὅτι τὰ παιδιὰ ἔπρεπε νὰ μαθαίνουν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα: «Ἡ γλώσσα εἶναι σπουδαῖο πράγμα. Ἔχουν πεῖ τόσο βαθιὰ πράγματα σ- αὐτὴ τὴν γλώσσα καὶ δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ τὴν ἀφήσουμε, γιατὶ θὰ φτωχύνουμε πολύ. Θὰ καταργηθοῦν ὅλα, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ χρόνια οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀναζητήσουν πάλι τὴν παλιὰ γλώσσα καὶ τὰ κείμενα ἐκεῖνα. Γιατὶ θὰ κουραστοῦν, θὰ ἀδειάσουν. Ἡ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ παλιὸς ἔχει σημασία. Ἡ φράση “μέσα στὸν Χριστὸ” διαφέρει ἀπὸ τὴν φράση “ἐν τῷ Χριστῷ” ἢ “ἐν Χριστῷ” καὶ ἂς φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο. Λοιπόν, ἔπρεπε νὰ συνεχίσουν νὰ μαθαίνουν τὰ ἀρχαῖα τὰ παιδιὰ καὶ οἱ λογοτέχνες, οἱ ποιητὲς ἂς ἔγραφαν στὴν νέα, ὅπως θέλουν, καὶ ἂς τοὺς διαβάζουν τὰ παιδιὰ καὶ ὅλοι. Ἐκείνη τὴν γλώσσα ὅμως νὰ μὴν τὴν ἀφήναμε, δὲν ἔπρεπε. Φτωχαίνουμε πολὺ» (Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 289-290. Ἐπίσης βλ. Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 103-104). Αὐτὸ ποὺ ἐμφαντικῶς τονίζει ὁ θεοφώτιστος Γέροντας εἶναι ὅτι φτωχαίνουμε πολὺ πνευματικὰ μὲ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας.

Ἐπανέρχεται ὁ ἅγιος Πορφύριος στὴν ἀναγκαιότητα ἐκμαθήσεως τῆς ἀρχαίας γλώσσας ἀπὸ τὰ σύγχρονα παιδιά. Ἡ ἐκμάθησή της δὲν εἶναι περιττή. Οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους δυσκολεύονται τὰ σύγχρονα παιδιὰ νὰ μάθουν τὶς παλαιότερες μορφὲς τῆς ἑνιαίας γλώσσας μας εἶναι ψυχολογικοί. Αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας δὲν εἶναι δύσκολη, ἀλλὰ προσκρούει σὲ ψυχολογικοῦ τύπου δυσκολίες καὶ ἀναστολές. Ὠσαύτως ὁ ἅγιος Πορφύριος θεωρεῖ τὴν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἰσχυρὴ ἐκγύμναση τοῦ νοῦ: «Δὲν ἔπρεπε νὰ πάψουν νὰ μαθαίνουν στὰ παιδιὰ τὴν παλιὰ γλώσσα. Εἶναι ψυχολογικοὶ οἱ λόγοι ποὺ δυσκολεύουν τὰ παιδιὰ στὴν μάθηση, ὄχι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ μάθουν ἀρχαῖα. Καὶ ἦταν μιὰ σπουδαία ἄσκηση αὐτὴ γιὰ τὰ παιδιά. Μιὰ ἐξάσκηση τοῦ νοῦ». (Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 289. Ἐπίσης βλ. Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 103-104). Βέβαια νομίζω πὼς ἦταν ἀναγκαῖο ὁ/ἡ συνομιλητὴς/συνομιλήτρια τοῦ Γέροντος νὰ τοῦ ζητήσει νὰ ἀναλύσει διεξοδικώτερα τὴν ἄποψή του αὐτή, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ψυχολογικοὶ οἱ λόγοι ποὺ ἐμποδίζουν τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν ἀρχαῖα ἑλληνικά.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος, καίτοι ὀλιγογράμματος, κατανοεῖ μὲ ἐκπληκτικὸ τρόπο τὴν λογικὴ-μαθηματικὴ δομὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἡ κάθε λέξη εἶναι στὴν προσήκουσα, στὴν κατάλληλη θέση. Τίποτε τὸ πλεονάζον ἢ ἐλλεῖπον. Ὄντως αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας: ἡ νοηματικὴ πύκνωση, ἡ λιτὴ δομή, τὸ ἀφοριστικὸ καὶ γενικευτικὸ ὕφος της ποὺ τὴν καθιστᾷ κατάλληλο ὄργανο γιὰ τὴν ἀφηρημένη σκέψη. Μὲ λίγες λέξεις καὶ μὲ στέρεα λογικὴ δομὴ ἐκφράζει πολλὰ καὶ βαθιὰ νοήματα. «Διαβάζω στὸν Γέροντα τὸ κείμενο “Διήγησις περὶ ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος” ἀπὸ τὸ Μηναῖον τοῦ Σεπτεμβρίου (8η τοῦ μηνός), ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρονται καὶ τὰ ἑξῆς: “...τί τοῖς λογισμοῖς δι᾿ ἐμὲ πολιορκῇ καὶ ταράττῃ, ὦ ἄνθρωπε;”.

Καὶ ὁ Γέροντας σχολιάζει:

-Μ᾿ ἀρέσει αὐτὴ ἡ γλώσσα. Δὲν τὴν καταλαβαίνω μὲ εὐκολία, ἀλλὰ μ᾿ ἀρέσει. Μοῦ φαίνεται πιὸ ἁγία. Δὲν ξέρω γιατί. Ἴσως κάνω λάθος.

-Μήπως ἐξαγιάζεται καὶ ἡ γλώσσα ἀπὸ τὰ νοήματα ποὺ ἐκφράζει; Σ᾿ αὐτὴ τὴν γλώσσα ἔχουν ἐκφραστεῖ πολλὰ καὶ πολὺ σημαντικὰ πράγματα.

-Ναί, καὶ αὐτό. Ἀλλὰ μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἡ κάθε λέξη εἶναι ἀκριβῶς στὴν θέση της. Δὲν εἶναι λίγο πιὸ δῶ, λίγο πιὸ κεῖ. Σὰν πέτρα ποὺ μπαίνει ἀπὸ τὸν κτίστη στὴν θέση ποὺ εἶναι γι᾿ αὐτήν. “Ἡ τῆς στειρώσεως μεταβολή, τὴν κοσμικὴν τῶν ἀγαθῶν, διέλυσε στείρωσιν...”. Πόσα λέει μὲ λίγες λέξεις! Γιὰ νὰ τὰ ἐξηγήσεις θέλεις πολλὰ λόγια. Μ᾿ ἀρέσει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀρχαία γλώσσα, ποὺ ἡ κάθε λέξη εἶναι στὴν θέση της καὶ δὲν μπορεῖς μὲ ἄλλη νὰ πεῖς αὐτὸ ποὺ λέει» (Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 294-29. Ἐπίσης βλ. Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 108-109-110). Σημαντικὸ καὶ αὐτὸ ποὺ λέγει ὅτι αὐτὴ ἡ γλώσσα, ἡ ἀρχαιότροπη Ἐκκλησιαστική, τοῦ φαίνεται πιὸ «ἁγία» ἀπὸ τὴ σύγχρονη νεοελληνική. Καὶ τὴν προτιμᾶ, ἔστω καὶ ἂν τὸν δυσκολεύει λίγο ἡ πλήρης κατανόησή της. Βασισμένοι στὸν θεοφόρο Γέροντα ἅγιο Πορφύριο μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα ὅτι παρὰ τὴν ὅποια δυσκολία κατανοήσεώς της ὀφείλουμε νὰ διατηρήσουμε τὴ πατροπαράδοτη γλώσσα τουλάχιστον στὴν Λειτουργικὴ χρήση της. Ἡ ἐγκατάλειψή της θὰ σημάνει δραματικὴ πνευματικὴ πτώχευση καὶ πνευματικὴ ζημία, θέση ποὺ ἄλλωστε ἀσπάζεται καὶ διαλαλεῖ καὶ ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ λογικότητα ὁ Γέροντας τονίζει καὶ τὴ μουσικότητα τῆς ἀρχαίας γλώσσας: «Ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ εἶναι μουσική. Αὐτοὶ ποὺ παλαιὰ ξέρανε καλὰ τὴ γλώσσα, μέσα ὅπως τὰ ἔψαλλαν, ὅπως τὰ μιλοῦσαν ὅλα τὰ νοήματά των, ψυχικά, ὅπως τὰ αἰσθάνονταν, τὰ μετέδιδαν ἀκριβῶς μὲ τοὺς τόνους, τὴ βαρεία, τὴν ὀξεία, τὴν περισπωμένη καί, δὲν ξέρω κι ἐγώ, πῶς τὰ λένε» (Εὐαγγέλου Χρ. Καραδήμου, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου γέροντος Πορφυρίου, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2011, σελ. 598).

Γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ μουσικότητα καὶ τὴν αὐστηρὰ λογικὴ δομὴ τῆς ἀρχαίας γλώσσας ὁ π. Πορφύριος χρησιμοποιεῖ τὸ ὄρο «ἰσοδομική», δικῆς του ἐμπνεύσεως: «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει πολύτιμους θησαυρούς, εἶναι ἡ γλώσσα ποὺ ἐπλούτισαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόσο ὡραία καὶ τὴν ἐτόρνευσαν· ἔκαναν τὸ χτίσιμό της τόσο τέλεια, σᾶ νὰ εἶναι - μιὰ λέξη νὰ πῶ - “ἰσοδομική”. Τί θὰ πεῖ “ἰσοδομική”; Νὰ σᾶς πῶ ἐγώ. Δὲν τὸ ἔχω διαβάσει σὲ λεξικό, ἀλλὰ μόνος μου νὰ σᾶς πῶ πῶς τὸ καταλαβαίνω. Ξέρετε, ἔχομε στὸ μοναστήρι κάτι τσιμεντόλιθους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἔχουνε βγεῖ ἀπὸ ἕνα καλούπι. Αὐτοὶ οἱ τσιμεντόλιθοι ὅλοι εἶναι ἰσοδομικοί, ταιριάζουνε ὅπου νὰ τοὺς βάλεις. Λοιπόν, παλαιὰ δὲν εἴχανε τσιμέντο νὰ κάνουνε καλούπια, ἀλλὰ παίρνανε τὰ μάρμαρα καὶ τὰ μετρούσανε τὰ ἴδια καὶ τὶς γωνίες τους, τὸ ὕψος, τὸ βάθος, μὲ τὸ χιλιοστό. Τὴν Ἀκρόπολη καὶ πολλὰ μνημεῖα ποὺ εἴχανε κτίσει, ἔτσι τὰ εἴχανε μετρήσει. Δηλαδὴ ταιριάζανε. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, οἱ Πατέρες τοῦ Ἔθνους - μποροῦμε κι ἐκείνους νὰ τοὺς ποῦμε Πατέρες - ξέρανε τόσο καλὰ τὴ γλώσσα, ὥστε, ὅταν μιλοῦσαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦνε μιὰ λέξη ποὺ δὲν ταίριαζε μὲ τὸ θέμα ποὺ λέγανε. Ἡ λέξη “ἰσοδομικὴ” εἶναι δική μου λέξη, δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει. Κοιτάξτε τώρα στὸ λεξικό. Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ αὐτὰ τὰ λέγω ἀπὸ μόνος μου, δὲν τὰ ξέρω, δὲν τά ῾χω διαβάσει. Ρωτάω ἐσᾶς ποὺ ξέρετε γράμματα. -“ἰσόδομος”: ὁ ἐκτισμένος κατὰ σειρᾶς ἰσομεγεθῶν λίθων· ἡ τεχνοτροπία τοῦ κατ᾿ ἴσους δόμους κτισίματος. -Ἐγώ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω, ἀλλὰ φαίνεται φώτισις Θεοῦ. Εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπ᾿ εὐθείας! Στὸ λόγο, ὅμως, καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγιος ἔχει ταιριαστὲς λέξεις ποὺ λέγει σὲ κάθε ὑπόθεση. Ὅταν δὲν εἶναι ταιριαστὲς οἱ λέξεις τὶς λέμε “σόλοικες”. Τὸ γράψιμό σου, λέμε, εἶναι σόλοικο. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι ἰσοδομική. Τὸ ἰσοδομικόν, ὅπως ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω, ἔχει σειρά, ὁμαλότητα, γραμμή. Κανεὶς δὲν ἐξέχει πιὸ ἔξω ἢ πιὸ μέσα ἢ ἔχει κενό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἰσοδομικὴ γλώσσα. Πῶ, πῶ, τί ὡραῖα πράγματα! Θυμᾶστε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στὴν ἀρχαία γλώσσα; Μοιάζουνε μὲ τοῦ Δημοσθένη καὶ μὲ ὅλων τῶν ρητόρων. Αὐτοὺς τοὺς εἴχανε μελετήσει, τοὺς εἴχανε φάει, τρόπον τινά, οἱ Πατέρες. Ναί, ἀλλὰ ζοῦσαν μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι στὰ ἔργα τοὺς εἶχαν τέλειο περιεχόμενο καὶ τὸ ἐξέφραζαν μὲ τὴν τέλεια γλώσσα τους. Τοὺς ἀρχαίους τους εἶχαν ξεπεράσει στὴ δομή» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περὶ πνευματικῆς ζωῆς, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2010, σελ. 106-107-108). Ἡ ἀρχαία γλώσσα κατὰ τὸν θεοφόρο Γέροντα ἔχει τέλεια δομή· τίποτε τὸ πλεονάζον, τίποτε τὸ ἐλλεῖπον, τίποτε δὲν περισσεύει, τίποτε δὲν λείπει. Ἔχει σφιχτὴ συντακτικὴ πλοκὴ σὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴ παρουσιάζει χάσματα, κενὰ καὶ πλαδαρότητα. Ἔχει ἁρμονικὸ δέσιμο μορφῆς καὶ περιεχομένου. Εἶναι ἡ τέλεια γλώσσα, ὅπως αὐτολεξεὶ τὴν χαρακτηρίζει ὁ θεόσοφος Γέροντας.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος συνιστᾶ ὑπομονὴ στὴ διαδικασία ἐξοικειώσεως μὲ τὴν πρωτότυπη Ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα: «Πρέπει νὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ νὰ περιμένεις. Μὴ νομίζεις ὅτι μόλις πᾶς στὸ μοναστήρι θὰ μάθεις ἐκεῖ νὰ λατρεύεις τὸν Θεό. Πρέπει ἀπὸ τώρα, στὸ σπίτι, νὰ μάθεις πῶς νὰ λατρεύεις τὸν Θεό.Ἔχεις Παρακλητική, Πεντηκοστάριο, Ὡρολόγιο; Νὰ διαβάζεις καθαρὰ μὲ τὸ νῖ καὶ μὲ τὸ σίγμα. Ἐσεῖς ἔχετε μάθει τώρα τὴν Δημοτικὴ καὶ δυσκολεύεσθε νὰ διαβάζετε καθαρά. Ἐγὼ ἔμαθα νὰ τὰ λέω ὁλόκληρα, χωρὶς νὰ παραλείπω τὰ νῖ καὶ τὰ σίγμα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι» (Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 340). Ἂς προσέξουμε ἰδιαιτέρως τὸ θέμα τῆς ὑπομονῆς ποὺ συνιστᾶ ὁ Γέροντας ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐξοικείωση μὲ τὴ Λειτουργικὴ γλώσσα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, καὶ δὴ ὁ σύγχρονος νέος εἶναι ἄκρως ἀνυπόμονοι: θέλουν νὰ κατανοοῦν τὰ πάντα μὲ τὴν πρώτη ματιά! Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο ὅσον ἀφορᾶ τὴ Λειτουργικὴ γλώσσα, ἀλλὰ καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὶς Ἐπιστῆμες καὶ τὶς Τέχνες. Δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις ἀνώτερα μαθηματικά, χωρὶς νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἱκανὴ μαθηματικὴ παιδεία καὶ ἐξάσκηση. Ὁμοίως δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις σὲ βάθος μιὰ φούγκα τοῦ Μπὰχ χωρὶς τὴν κατάλληλη μουσικὴ παιδεία. Τί λέγω; Οὔτε ἕνα ποδοσφαιρικὸ ἀγώνα δὲν μπορεῖς νὰ ἐκτιμήσεις χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη ποδοσφαιρικὴ παιδεία! Καὶ ὅμως μερικοὶ ἀπαιτοῦν νὰ κατανοοῦν μὲ τὸ πρῶτο τὴ Λατρεία καί, εἰ δυνατόν, ἀκόπως! Λὲς καὶ εἶναι δυνατὸν τοῦτο!

Πέρα ἀπὸ τὴν ὑπομονὴ ὁ θεόσοφος ἅγιος Πορφύριος συνιστοῦσε καὶ τὴν προσοχὴ στὴν ἀνάγνωση τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων. Προσοχὴ καὶ καθαρότητα/εὐκρίνεια στὴν ἀνάγνωση. Αὐτὰ εἶναι τὰ μυστικὰ ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν ἐξοικείωση μὲ τὴ Λειτουργικὴ γλώσσα. Τὰ συνοψίζουμε: ὑπομονή, ἱκανὸς χρόνος, προετοιμασία στὸ σπίτι, προσοχὴ καὶ καθαρότητα στὴν ἀνάγνωση: «Νὰ διαβάζεις τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων καὶ τῆς Παρακλητικῆς. Νὰ ἐμβαθύνεις στὶς λέξεις. Πολλὲς φορὲς προσευχόμαστε χωρὶς νὰ προσευχόμαστε καὶ διαβάζουμε χωρὶς νὰ διαβάζουμε. Αὐτοὶ ποὺ τὰ ἔγραψαν ἦταν ἅγιοι ποιηταί, θεοφώτιστοι. Πρὸ ἡμερῶν, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πήγαμε μία βόλτα καὶ βάλαμε κάποιον νὰ μᾶς διαβάσει τὸν κανόνα τοῦ Ἁγίου. Πῶ, πῶ τί μεγαλυνάρια, τί θεοτοκία ἦταν ἐκεῖνα! Τί θεολογία ἔκρυβαν! Ἂν τὰ διάβαζες καὶ σὺ ὅπως μοῦ τὰ διάβασαν ἐμένα, τότε χαλάλι σου!

Τὸ Θεοτοκάριον τὸ ἔχεις;

(Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Γέροντας πῆρε μιὰ χαρὰ καὶ μὲ ὡραία κατακάθαρη φωνὴ ἄρχισε νὰ ψάλλει ἀπὸ τὸ τηλέφωνο). “Χαίροις μετὰ Θεὸν ἡ Θεός, τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα”.

Τοὺς γονεῖς μας μπορεῖ νὰ μὴν τοὺς γνωρίσαμε, μπορεῖ νὰ εἶναι μακριά. Γιὰ μᾶς γονεῖς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγίτσα, πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι οἱ οὐράνιοι γονεῖς.

Σοῦ τὸ ἐπαναλαμβάνω, τώρα εἶναι ἀνάγκη νὰ μελετᾶς μὲ προσοχὴ τοὺς κανόνες. Ἐγὼ ὅ,τι εἶμαι, σ᾿ αὐτὸ τὸ ὀφείλω. Αὐτὰ εἶναι ἡ εὐχαρίστησίς μου, τὸ ἀγαλλίαμά μου. Ἐκεῖ βρίσκω τρόπους πῶς νὰ νικήσω.Ἔχω ἕνα αἴσθημα πῶς δὲν ἀνταποκρίνομαι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος λέει πῶς εἶμαι καλός, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι. Στενοχωριέμαι, θέλω νὰ τὸν ἀγαπήσω περισότερο.

Ἄκου, ἐκεῖ ποὺ διάβαζεις, κορούλα μου, ἅμα βρεῖς κανένα ὡραῖο κομμάτι, νὰ μὲ παίρνεις τηλέφωνο καὶ νὰ μοῦ τὸ διαβάζεις. Σὲ παρακαλῶ, αὐτὸ νὰ τὸ κάνεις σὰν ὑπακοή.

Κάποιος ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε:

-Γέροντα, διάβασα ὅλη τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Καλὰ ἔκανα;

-Γέμισες τὸν ἀέρα λόγια, τοῦ εἶπα. Τίποτε δὲν ἔκανες.

Αὐτὸς περίμενε νὰ τοῦ πῶ “μπράβο!”.

Μοῦ ἔφεραν τὸν τέταρτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας. Αὐτὸν διαβάζω τώρα. Ὁ Θεὸς θὰ μὲ κρίνει. Θὰ μοῦ πεῖ: Ἐγὼ βάζω ὅλον τὸν κόσμο νὰ σὲ ἀγαπάει καὶ σὺ τίποτε δὲν κάνεις» (Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 385-387).

Αὐτὰ ποὺ συμβουλεύει τοὺς ἄλλους γιὰ τὴν ἐξοικείωση μὲ τὴν Λειτουργικὴ γλώσσα τὰ ἐφήρμοσε πρῶτος στὸν ἑαυτό του ὁ Πορφύριος καὶ μολονότι, ὀλιγογράμματος, εἶχε θαυματὰ ἀποτελέσματα. Ἂς δοῦμε πῶς ἐξιστορεῖ ὁ ἴδιος τὴν πορεία αὐτή: «Διάβαζα πολύ... Ἤμουν πολὺ μελετηρός. Μυστικῶς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, ὅπου μποροῦσα. Ἔμαθα ἀπ᾿ ἔξω τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, τοῦ Λουκᾶ καὶ τὸ μισὸ τοῦ Ἰωάννη. Ἐπίσης τοὺς Ψαλμούς. Μελετοῦσα τοὺς Πατέρες. Πολὺ διάβαζα. Ἔκανα πνευματικὴ ἐργασία. Καὶ νὰ ξέρεις ὅτι ἐγὼ γράμματα δὲν ἤξερα. Μόλις τῆς Β´ Δημοτικοῦ ἤμουνα. Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Μοναστήρι, μοῦ δίνουν στὸν ἑσπερινὸ τὸ Ψαλτήρι νὰ διαβάσω. Ἐγὼ ἄρχισα νὰ συλλαβίζω “Μα-κά-ρι-ος ἀ-νήρ”. Καλά, μοῦ λένε, φτάνει. Θὰ πάρεις τὸ Ψαλτήρι, θὰ τὸ διαβάζεις καλὰ νὰ τὸ μάθεις. Θὰ διαβάζεις καὶ τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων. Τίποτε ἄλλο. Διάβαζα ἀλλὰ δὲν καταλάβαινα. Λεξικὰ δὲν εἶχα. Π.χ. δὲν ἤξερα ὅτι οἶκος θὰ πεῖ σπίτι. Ἔτσι εὕρισκα τὴν ἴδια λέξη καὶ ἀλλοῦ, καὶ ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα εὕρισκα τὸ νόημα τῶν λέξεων. Ἀπεστήθιζα κομμάτια ὁλόκληρα, καθὼς ἔτρεχα στὰ βράχια, τὰ ἀπήγγειλα δυνατά, μὲ νόημα» (Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ἀττικῆς, Γ´ ἔκδοσις, Ἰούνιος 2003, σελ. 137). Βλέπουμε πῶς ὁ π. Πορφύριος ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ μάλιστα ἀπ᾿ ἔξω. Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι δὲν εἶχε τὰ ἀπαραίτητα βοηθήματα, π.χ. Λεξικά. Ὁ σύγχρονος πιστὸς καὶ μάλιστα ὁ σύγχρονος νέος κατὰ κανόνα καὶ περισσότερα γράμματα ξέρουν, δηλαδὴ ἀνώτερη μόρφωση ἔχουν ἀπὸ τὴν Δευτέρα Δημοτικοῦ, καὶ πληθώρα ἔχουν βοηθημάτων, π.χ. Λεξικὰ καὶ πολλὲς μεταφράσεις τῆς Θ. Λειτουργίας, τῆς Καινῆς καὶ Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἀρκετῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴ ἔχουν καμμία δικαιολογία ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν καταλαβαίνουν τὴ γλώσσα τῆς Θ. Λειτουργίας.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος μὲ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του γιὰ τὰ ἱερὰ γράμματα ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω ὁρισμένες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὸ κάτωθι περιστατικὸ τῆς ζωῆς του: «Μερικὲς φορές, ἐκτὸς τῶν Θεοφανείων, μὲ φωνάζανε νὰ κάνω ἁγιασμὸ στὰ σπίτια μὲ διάφορες εὐκαιρίες. Μιὰ φορὰ μοῦ συνέβηκε τὸ ἑξῆς. Ἦταν κατοχὴ κι ἐγὼ ἤμουν στὴν Πολυκλινική. Ἦλθε κάποιος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, νὰ μὲ πάρει νὰ πᾶμε γιὰ ἁγιασμό. - Ἄ, τοῦ λέω, πρέπει νὰ πάρετε παπᾶ ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο- αὐτὴ ἦταν ἡ ἐνορία του. - Ὄχι, λέει, θὰ ἔλθεις ἐσύ. Ὑπάρχει λόγος καί, θέλεις δὲν θέλεις, θὰ ἔλθεις στὴν 3ης Σεπτεμβρίου! Κι ἐγὼ ὁ καημένος τὸν ἀκολούθησα, παίρνοντας μαζί μου τὸ Σταυρό, τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο καὶ τὸ καλὸ τὸ ράσο. Ὅταν ἐφθάσαμε, τὰ ἔχασα! Βρέθηκα μπροστά σε κόσμο μορφωμένο, κυρίες, κυρίους, στὸν πρύτανη τοῦ Πανεπιστημίου, ποὺ ἐδίδασκε τὴ φιλοσοφία -Βέης, νομίζω, ἦταν τὸ ὄνομά του. Μόλις μπῆκα μέσα, παρουσιάστηκα μὲ θάρρος καὶ χαιρέτησα. Ἀλλὰ βιβλίο δὲν εἶχα πάρει, κι ἐγὼ ἀγράμματος. -Νὰ κάνομε ἁγιασμό, τοὺς λέω. Μ᾿ ἔπιασε τρεμούλα ποὺ τοὺς εἶδα καλοντυμένους, μὲ τοὺς δίσκους γεμάτους ἐπιδόρπια σ᾿ ἐποχὴ κατοχῆς. Φόρεσα τὸ ράσο, τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, πῆρα τὸ Σταυρό. Ἄρχισα τὸν ἁγιασμὸ χωρὶς βιβλίο, πῆρα θάρρος καὶ τὰ ἔλεγα καθαρά, μία-μία τὶς λέξεις. Μετὰ τὰ ἔλεγα καλύτερα, ἀλλὰ κοίταζα μόνο τὴ λεκάνη...Τὰ ἔλεγα σὰν δεσπότης. Ὅταν τελείωσα τὸν ἁγιασμό, δὲν ἐπῆγα νὰ τοὺς ἁγιάσω -πολλοὶ δὲν τὸ θέλουν αὐτό- ἀλλὰ βάστηξα τὸ Σταυρὸ καὶ κοίταγα ποιὸς θὰ ἔλθει. Κι ἦλθε πρῶτος ὁ ὑπουργὸς καὶ μετὰ οἱ ἄλλοι... Εἶχα, ὅμως, τὸ αἴσθημα συνέχεια ὅτι εἶμαι ἀγράμματος. Πρὶν φύγω, ἔκανα κι ἕνα σταυρὸ στὸν ἀέρα, τοὺς εὐλόγησα, εἶπα, “καλημέρα, παιδιά!”. Καὶ ἦταν καὶ καθηγηταὶ τοῦ Πανεπιστημίου! - Ἡ εὐχὴ αὐτὴ ἦταν πολὺ μεγαλοπρεπής, εἶπε ὁ κύριος πρύτανης, πολὺ εὐχαριστήθηκα. Χάρηκα πολὺ μὲ τὸν ἁγιασμό, ποὺ τὰ εἶπες ὅλα τόσο καλὰ κι ἀπ᾿ ἔξω. Θεολόγος εἶσαι; Ἔκανες, ὅμως, ἕνα λάθος στὸ Εὐαγγέλιο. Εἶπες “ὑγιὴς ἐγένετο”, ἐνῶ εἶναι “ἐγίνετο”.- Σᾶς εὐχαριστῶ, τοῦ λέω. Εἶμαι ἀγράμματος» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ λόγοι, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2004, σελ. 149-150-151).

Ὠσαύτως ἕνα πνευματικό του τέκνο γράφει: «Στὴ νυχτερινὴ Λειτουργία τοῦ Πάσχα, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ πεῖ τὸν περίφημο Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, δημιουργεῖτο πρωτοφανὴς συγκίνηση καὶ ἱερὸς ἐνθουσιασμός. Τὸν λόγο τὸν ἀπήγγελε ἀπὸ στήθους, ἀργά, ἐπίσημα, ὡραιότατα. Ὅλους τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου τοὺς ἀγαποῦσε, ἀλλὰ αὐτὸν εἰδικὰ τὸν ὑπεραγαποῦσε. Τὸν ἔλεγε, λοιπόν, ἀργὰ-ἀργά, ἐπιβλητικά, χωρὶς νὰ κρατεῖ φυλλάδα, παρὰ μόνο τὴν πασχαλινὴ λαμπάδα. Τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ μεγαλείου ἦταν στὶς φράσεις: “Ὁ ᾅδης φησιν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη καὶ γὰρ κατηργήθη...” Ἀνεπανάληπτες ἱερὲς συγκινήσεις. Κάθε ἐκκλησιαστικὴ εὐχή, κάθε ἀνάγνωση ἱεροῦ κειμένου, τὴν εὐλαβεῖτο. Ἔπρεπε νὰ λεχθοῦν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ βοήθησε ἀναρίθμητους ἱερεῖς, μοναχούς, ψάλτες, ἀναγνῶστες, νὰ ψάλλουν καὶ νὰ διαβάζουν μὲ τὸν πιὸ ὡραῖο τρόπο, ἀντάξιο τοῦ Θεοῦ» (Κλείτου Ἰωαννίδη, Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ ἐμπειρίες, ἔκδοση Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθήνα 2009, σελ. 93).

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος π. Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς γράφει γιὰ τὴν εὐρύτατη γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ κατεῖχε ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Κάτι, ποὺ τονίζω πάντα, εἶναι ὅτι ὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν καὶ βαθὺς θεολόγος. Μελετοῦσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἡμέρα καὶ νύκτα, ἀπὸ τὴ νεότητά του. Κι ἐνῷ διδάσκω τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴ Θεολογικὴ Σχολή, πολλὲς φορὲς ντροπιαζόμουν μπροστά του, ὅταν ἀνέφερε σωρηδὸν παραθέματα ἀπὸ διάφορα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ τὴν Καινὴ Διαθήκη τὴ γνώριζε σχεδὸν ἀπ᾿ ἔξω. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἑρμηνεῖες, ποὺ ἔδιδε, ἦσαν καρποὶ καὶ ἀναγνωσμάτων» (Μητροπολίτου Μπάτσκας Εἰρηναίου, “Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὅπως τὸν ἐγνώρισα”, στὴν Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, ἀριθμὸς τεύχους 113, Λευκωσία, Φθινόπωρο 2017, σελ. 11).

Ὁ θεοφώτιστος Γέροντας συνεχῶς παρακινοῦσε τὰ πνευματικὰ τέκνα του νὰ ἐντρυφοῦν στὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας: «Ὅλα τ᾿ ἅγια βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Παρακλητική, τὸ Ὡρολόγιο, τὸ Ψαλτήρι, τὰ Μηναῖα περιέχουν λόγια ἅγια, ἐρωτικὰ πρὸς τὸν Χριστό μας. Νὰ τὰ διαβάζετε μὲ χαρὰ καὶ ἀγάπη καὶ ἀγαλλίαση. Ὅταν δοθεῖτε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθεια μὲ λαχτάρα, ἡ ψυχή σας θ᾿ ἁγιάζεται μὲ τρόπο ἁπαλό, μυστικό, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνετε» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περὶ πνευματικῆς ζωῆς, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2010, σελ. 21). Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶναι τὸ “Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίάς” μας, ὅπως ἔλεγε (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ λόγοι, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2004, σελ. 178).

Ἀκόμη ὁ ἅγιος Πορφύριος συμβουλεύει νὰ κάνουμε συλλογὴ ἀπὸ ἔνθεες λέξεις ποὺ ἐκφράζουν τὸν θεῖο ἔρωτα: «Οἱ ὕμνοι καὶ τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα μὲ θεῖο ἔρωτα. Ἀκοῦστε τί λέει στὸν κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου:

“Ποθήσας θερμῶς τῶν ἐφετῶν τὸ ἀκρότατον

Καὶ δι᾿ ἀγάπης συγκραθεὶς

Πόθῳ κατάλληλον ζωὴν μετῆλθες, θεόληπτε,

Διὰ παντός σου κατοπτεύων τὸν ἔρωτα

Καὶ τῆς αὐτοῦ θεωρίας πιμπλάμενος”.

“Συγκραθεὶς” σημαίνει γίνεσαι ἕνα, ἑνώνεσαι μὲ τὸν ἐρωμένο. Καὶ “πιμπλάμενος”, ἀπὸ τὸ “πίμπλημι”, σημαίνει γεμίζω, χορταίνω. Ὤ, λέξεις σπουδαῖες! Νὰ κάνετε συλλογὴ ἀπὸ τέτοιες λέξεις, ποὺ δείχνουν τὴ θεία ἀγάπη, τὴ θεία τρέλα. Δὲν τὶς χορταίνεις!» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ λόγοι, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2004, σελ. 226-227).

Χαρακτηριστικὰ εἶναι καὶ αὐτὰ ποὺ γράφει μία στενὴ γνώριμός του: «Σχολιασμὸς ἀκολουθίας σύγχρονου ποιητῆ. - Δὲν εἶναι δικά του καὶ φαίνεται αὐτό. Τὰ ξέρει τὰ λόγια καλὰ καὶ τὰ δανείζεται. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπὸ μέσα του. Ὁ π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἀντιθέτως εἶναι θεόπνευστος. Ζητὰ νὰ τοῦ διαβάσω τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους. Τοῦ ἀρέσουν ἐπίσης γιὰ τὴν πυκνότητα καὶ εὐστοχία. Γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἑρμηνεία τῶν λέξεων θυμᾶται τὴ χρήση τους σὲ ἄλλα τροπάρια ἢ κείμενα ἐκκλησιαστικά» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 110)

Ὁ ἅγιος Πορφύριος εἶχε μεγάλη ἔγνοια γιὰ νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ τὴν ἀρχαία γλώσσα: «-Χθὲς μιλήσανε στὸν “Παρνασσό”. Καὶ τί ὡραῖα πράγματα εἶπαν! Τὰ εἶχε πάρει τὸ ραδιόφωνο. Προσπαθοῦν τώρα νὰ ἐπαναφέρουν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἐγὼ λέω, δὲν μπορεῖ, θὰ τὴ φέρουνε τὴ γλώσσα πάλι. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ Εὐαγγέλιο. Πολὺ ἄσχημο πράγμα. Ἐμένα κλωτσάει ἡ καρδιά μου. Πρέπει νὰ φωνάξομε τώρα καὶ νὰ τονίσομε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχάσομε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα... Μεγάλα συγχαρητήρια ἀνήκουν στὸν καθηγητὴ γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ ἔκανε νὰ διατηρήσει τὴ γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σοφία ποὺ μεταχειρίστηκε... Ἀλλὰ ἀναίμακτα, ἁπλά, ἁπαλά, σιωπηλὰ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὰ ἑλληνόπουλα νὰ ἀγαπήσουν τὴ γλώσσα τῶν προγόνων τοὺς» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περὶ πνευματικῆς ζωῆς, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2010, σελ. 105-106).

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Γέροντας θεωροῦσε πὼς ὁρισμένοι σκοτεινοὶ κύκλοι ἀπεργάζονται μυστικὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἑλλάδος ὑπονομεύοντας τὴν συνέχεια καὶ ἀρτιότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Θεωροῦσε ὅτι ἡ γλωσσικὴ πτώχευση συνεπάγεται πνευματικὴ καὶ διανοητικὴ πτώχευση τοῦ ἰδίου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ: «-Ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασι. Αἰσθάνομαι πόσο ἔντονα ἐργάζονται μυστικὰ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἀρχίσανε μὲ τὴν γλώσσα. Ὅσο ξεπέφτει ἡ γλώσσα, τόσο ξεπέφτει ὁ λαός. Λένε ὅτι θέλουν νὰ εὐκολύνουν τὰ παιδιά. Ἄλλ- αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Τὰ παιδιὰ καὶ πάλι δὲν θὰ μάθουν γράμματα, γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ αἴτιο. Τὸ αἴτιο εἶναι ἡ ὀρφάνια, ἡ ἔλλειψη τοῦ πατέρα. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ δίνει τόπο στὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ μπερδεύεται μὲ τὸν νέο καὶ κάνει μπερδεμένη τὴν ψυχὴ» (Ἱερὸν Γυναικεῖον Ἡσυχαστήριον Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀπὸ τὸ σημειωματάριο ἑνὸς ὑποτακτικοῦ, τ. Α´, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2016, σελ. 70-71).

Τέλος πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς ὁ Ὅσιός μας ἔτρεφε ἀγάπη καὶ συμπάθεια στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἐκτιμοῦσε τὴν προσπάθεια τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀνεκπλήρωτη βέβαια, γιὰ θεογνωσία, τὴν ὁποία ἐκπλήρωσε ὁ Χριστός. Ὅπως γράφει μία μαθήτριά του «ὁ Γέροντας ἔβλεπε καὶ συμπαθοῦσε τὶς ἀνεπιτυχεῖς προσπάθειες τῶν ἀρχαίων νὰ πλησιάσουν τὸν Θεό. Στὴν ἐσώτερη αὐτὴ ἀναζήτησή τους, ἔλεγε, ἔδωσε ἀπάντηση ὁ Χριστὸς» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 52).

Ἂς δοῦμε δύο μαρτυρίες ποὺ καθιστοῦν φανερὴ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Γέροντος στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα: «Στὴν Δωδώνη καθόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἱερὴ δρῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνταξιδιῶτες μας διαβάζει ἀπὸ ἕναν ὁδηγὸ πῶς λειτουργοῦσε τὸ μαντεῖο. Ὁ Γέροντας λέει: Τὸν Ἰανουάριο εἶχαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι τὰ Ἐπιφάνια. Μετὰ ἔγιναν τὰ Θεοφάνια. Δὲν εἶναι πὼς τὰ πήραμε ἀπὸ κείνους. Τὰ δικά μας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Ἀλλὰ ἦταν καὶ τότε κάτι, πῶς τὸ εἶπες Π.;

-Ὁ σπερματικὸς λόγος;

- Ναί. Ψάχνανε. Εἶχαν κάποια διαίσθηση. Ἀλλὰ ὅλα ἦταν στὴν σκιά. Σὲ μᾶς ἦρθε ὁ Χριστὸς καὶ τὰ φανέρωσε» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 51). Καὶ «Κάποια στιγμὴ τοῦ εἶπα ἐκεῖνο τὸ Πεντζικικό, πῶς ἂν δὲ μάθεις τὴν θεολογία τοῦ Ὁμήρου δὲ θὰ καταλάβεις τὴν θεολογία τῶν Πατέρων, καὶ πρόσθεσα πῶς αὐτὸ ἦταν λίγο ὑπερβολικό. Καὶ ὁ Γέροντας: Ἄ, ἐμένα μ᾿ ἀρέσει πολὺ αὐτό. Ἔτσι εἶναι. Ἔχει σχέση ἐκείνη ἡ θεολογία μὲ τούτη» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 51-52). Νομίζω πῶς ἔπρεπε νὰ ζητήσει ἡ συνομιλήτριά του νὰ τὸ διευκρινίσει αὐτὸ περισσότερο, διότι ὄντως εἶναι πολὺ τολμηρό.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω διαπιστώνουμε τὴν μεγάλη ἀγάπη καὶ ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφε ὁ θεοφώτιστος Γέροντας γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ δὴ γιὰ τὴν ἀρχαιόμορφη Ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα. Βλέπει κανεὶς καὶ τὴν ἱερὴ ἀγωνία ποὺ εἶχε ὁ ἅγιός μας γιὰ τὴ διατήρησή της. Λυπόταν ὅταν ἔβλεπε τὰ ἑλληνόπουλα νὰ μὴ εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοοῦν ἐπαρκῶς τὸ Εὐαγγέλιο. Πίστευε ἀκράδαντα στὴν ἁγιαστικὴ δύναμη καὶ λειτουργία της. Ἡ εὐαίσθητη καὶ τρυφερὴ ψυχή του πονοῦσε ὅταν διαπίστωνε τὴν ὑποβάθμιση τῆς γλωσσικῆς, ἑπομένως καὶ σκεπτικῆς, ἱκανότητας τῶν Ἑλλήνων.