Ἐρώτηση: Περί καταλύσεως Ἁγίου Ποτηρίου από λαϊκό

Μπορεῖ ἕνας λαϊκός μετά τή Θεία Λειτουργία μέ τή συγκατάθεση τοῦ ἱερέως νά καταλύσει τό Ἅγιο Ποτήριο;

 


 

ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική, καθὼς τὸ ζήτημα ἀποτελεῖ ἀντικείμενο Κανόνων τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου καὶ ἄλλων κανονικῶν μαρτυριῶν τῶν περισσοτέρων ἀναλογικὰ ἑρμηνευομένων, ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα τῆς ἀπαγορεύσεως.

Ὁ πρῶτος, ποὺ ῥητὰ ἀπαγορεύει σὲ Λαϊκὸ νὰ μεταδόσει στὸν ἑαυτό του καὶ διασταλτικὰ νὰ καταλύσει τὴν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ὁ 58ος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδους ποὺ ὁρίζει τὰ ἀκόλουθα:

«Μηδεὶς τῶν ἐν λαϊκοῖς τεταγμένων ἑαυτῷ τῶν θείων μυστηρίων μεταδιδότω, παρόντος ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ἢ διακόνου. Ὁ δέ τι τοιοῦτο τολμῶν, ὡς παρὰ τὰ διατεταγμένα ποιῶν, ἐπὶ ἑβδομάδα μίαν ἀφοριζέσθω, ἐντεῦθεν παιδαγωγούμενος, μὴ φρονεῖν παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν»[1].

Ὁ Κανόνας ἔχει ὡς βάση τὸν 23ο τῆς ἴδιας Συνόδου ποὺ ἔχει μὲν ἄλλο ἀντικείμενο – καταδίκη σιμωνίας κατὰ τὴ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας – θεωρεῖ ὅμως a priori τὴ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὡς μέρος τῆς τελετουργικῆς ἐξουσίας τῶν ἀνωτέρων Κληρικῶν:

«Περὶ τοῦ μηδένα τῶν εἴτε ἐπισκόπων, εἴτε πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων τῆς ἀχράντου μεταδιδόντα κοινωνίας, παρὰ τοῦ μετέχοντος εἰσπράττειν, τῆς τοιαύτης μεταλήψεως χάριν, ὀβολοὺς, ἢ εἶδος τὸ οἱονοῦν. Οὐδὲ γὰρ πεπραμένη ἡ χάρις, οὐδὲ χρήμασι τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Πνεύματος μεταδιδόαμεν, ἀλλὰ τοῖς ἀξίοις τοῦ δώρου ἀπανουργεύτως μεταδοτέον. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐν κλήρῳ καταλεγομένων ἀπαιτῶν, ᾧ μεταδίδωσι τῆς ἀχράντου κοινωνίας, τὸ οἱονοῦν εἶδος, καθαιρείσθω, ὡς τῆς Σίμωνος ζηλωτὴς πλάνης καὶ κακουργίας»[2].

Ἡ ἀπαγόρευση βασίζεται ἐν πρώτοις[3] στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, εἰδικότερα στὰ κεφάλαια τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, ποὺ προβλέπει διάκριση σὲ Κλῆρο[4] καὶ Λαό καὶ τῆς Μυστηριολογίας, συγκεκριμένα στὴ διδασκαλία περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης[5] καὶ τῆς εἰδικῆς τελετουργικῆς, ὅπως λέγεται[6], ἐξουσίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συνέχιση τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς ἐξουσίας τελέσεως ἱεροπραξιῶν[7], τὴν ὁποία κατέχουν οἱ ἀνώτεροι Κληρικοί. Οἱ Λαϊκοὶ δὲν κατέχουν τὴν τελετουργικὴ ἐξουσία, στὴν ὁποία περιλαμβάνεται καὶ ἡ κατάλυση τοῦ ἁγίου Ποτηρίου, καθὼς αὐτὸ ἀποτελεῖ εἰδικὴ τελετουργικὴ πράξη, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸ νὰ ἀπαγορεύεται στοὺς Λαϊκούς· ἡ ἀπαγόρευση ὑφίσταται γιὰ νὰ ἀποτρέπονται ἀπόπειρες καὶ πράξεις ἀντιποιήσεως τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας.

Στὸ πλαίσιο αὐτὸ κρίνεται ἀπαραίτητο νὰ ἀναφερθεῖ ἡ μαρτυρία στὸ Πηδάλιον[8], στὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφερόμενος στὴν ἀπαγόρευση τοῦ Κανόνα στοὺς Λαϊκοὺς νὰ εἰσέρχονται στὸ ἱερὸ Βῆμα θέτει καὶ τὸ ζήτημα τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς καταλύσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ Λαϊκούς, ὅπως αὐτὸ διαπραττόταν σύμφωνα μὲ κάποιο ἔθιμο, τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Αὐτὴ ἡ ἀπαγόρευση ἰσχύει διασταλτικὰ βέβαια γιὰ κάθε περίπτωση Θείας Λειτουργίας. Στὴν ἀναφορά του αὐτὴ ὁ ἅγιος Νικόδημος θέτει τὸ πρόβλημα τῆς οἰκειοποιήσεως ἀπὸ Λαϊκοὺς τῆς ἐξουσίας τῶν Κληρικῶν καταδικάζοντάς την μὲ βάση μάλιστα παλαιοδιαθηκικὲς μαρτυρίες ποὺ δείχνουν τὴν ἀποδοκιμασία τοῦ Θεοὺ πρὸς αὐτὴν τὴν ἀντιποίηση. Ἐπίσης, πρέπει νὰ προσεχθεῖ ὅτι ἐντάσσει τὴν ἀπαγόρευση ὄχι μόνο στὴ γενικὴ ἀπαγόρευση μεταχειρίσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γιὰ τὴν ὁποία διαλαμβάνουμε κατωτέρω, ἀλλὰ στὴν εὐρύτερη ἀπαγόρευση εἰσόδου στὸ ἱερὸ Βῆμα, διδάσκοντας ὅτι ἡ εἴσοδος σὲ Αὐτὸ ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας:

«Ἐντεῦθεν ἂς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καὶ πνευματικοὶ νὰ ἀποκόψουν τὴν παράνομον συνήθειαν, ὁποῦ ἐπικρατεῖ εἰς πολλοὺς τόπους, τὸ νὰ εἰσέρχωνται, λέγω, λαϊκοὶ μέσα εἰς τὸ ἅγιον βῆμα, ἥτις μὴ διακρίνουσα ἱερεῖς ἀπὸ λαϊκοὺς, κάμνει νὰ πίπτουν οἱ λαϊκοὶ ὑποκάτω εἰς τὴν ποινὴν τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὅστις, λαϊκὸς ὢν, τὰ τῶν ἱερωμένων ἔργα ἐπιχειρῆσαι ἐτόλμησε· τρόπον γάρ τινα καὶ αὐτοὶ τὰ τῶν ἱερέων οἰκειοποιοῦνται, εἰς τὸν διωρισμένον τόπον τῶν ἱερέων εἰσερχόμενοι. Ἀνίσως δὲ ᾖναι παράνομον καὶ μόνον τὸ νὰ ἐμβαίνουν λαϊκοὶ εἰς τὸ Βῆμα, ἆρά γε πόσον εἶναι παρανομώτερον ἐκεῖνο ὁποῦ κάμνουσί τινες ἀμαθεῖς ἱερεῖς, καὶ βάλλουν τῇ μεγάλῃ πέμπτῃ λαϊκοὺς, ἢ ἀναγνώστας, καὶ συστέλλουν [ἐννοεῖ καταλύουν] τὰ ἅγια ἔνδον τοῦ Βήματος ἐν τῇ ἁγίᾳ προθέσει; τὸ ὁποῖον ἄς [sic] τὸ παραιτήσουν δι’ ἀγάπην Θεοῦ, ἵνα μὴ ὑπὸ καθαίρεσιν πέσωσι τῆς ἱερωσύνης των». Στὴν ἀναφορά του αὐτὴ ὁ ἅγιος θέτει καὶ τὸ ἐπιτίμιο ποὺ πρέπει νὰ ἐπιβάλλεται γιὰ τὴ συμμετοχικὴ δράση τοῦ Κληρικοῦ ποὺ ἐντέλλεται τὴν κατάλυση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ Λαϊκό, ποὺ εἶναι καθαίρεση.

Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι μὲ τὴν κατάλυση τῶν Λαϊκῶν τίθεται καὶ ἕνα θέμα πειθαρχίας στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, ἐὰν ληφθοῦν ὑπόψη οἱ ἀκόλουθοι συλλογισμοί. Ἐπειδὴ δὲν γίνεται μόνο διάκριση μεταξὺ Κλήρου καὶ Λαοῦ, ἀλλὰ καὶ διαφόρων βαθμῶν μέσα στὴν τάξη τοῦ Κλήρου (ἀνωτέρου καὶ κατωτέρου) λόγῳ τῶν διαφορῶν στὶς τελετουργικὲς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρει ὁ κάθε βαθμός[9], διαπιστώνεται ὅτι καὶ μέσα στὶς τάξεις τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου ἰσχύει μία τάξη κατὰ τὴ Θεία Μετάληψη, ὥστε, ὁ Διάκονος σὲ καμμία περίπτωση νὰ μὴν ἐπιτρέπεται νὰ λαμβάνει μόνος του τὴ Θεία Εὐχαριστία, ὁ δὲ Πρεσβύτερος μόνο ὅταν ἀπουσιάζει ὁ Ἐπίσκοπος. Στὸ ζήτημα τῆς μεταλήψεως δηλαδὴ ἰσχύει μία ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ ἀπὸ τὸν Πρεσβύτερο (γιὰ τὸν Διάκονο), ὥστε θὰ μποροῦσε ἴσως κανεὶς νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι καὶ στὶς δύο αὐτὲς τάξεις τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου (Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος) βρίσκει ἐφαρμογὴ ὁ ΣΤ΄ 58, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι μόνο λόγῳ τῆς ἀπουσίας τοῦ Ἐπισκόπου νὰ ἐπιτρέπεται ἡ μετάληψη τοῦ Πρεσβυτέρου ἀφ’ ἑαυτοῦ του, θεωρουμένης τῆς καταστάσεως ὡς ἀνάγκη κατὰ τὴν πρόβλεψη τοῦ ΣΤ΄ 58. Ἄλλο βέβαια ἡ μετάδοση καὶ ἡ κατάλυση, ποὺ ἐπιτρέπονται καὶ παρόντος τοῦ Ἐπισκόπου (γιὰ Πρεσβύτερο καὶ Διάκονο) ἢ τοῦ Πρεσβυτέρου (γιὰ Διάκονο), ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἱερατική τους ἐξουσία[10]. Φαίνεται δηλαδὴ ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἀπόλυτο μέγεθος τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας γιὰ τὸν Πρεσβύτερο καὶ τὸ Διάκονο ἡ μετάληψη τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἰδίαις χερσίν. Ἐὰν ὅμως ὀφείλει νὰ τηρεῖται αὐτὴ ἡ τάξη κατὰ τὴ μετάληψη στὶς τρεῖς βαθμῖδες τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου λόγῳ τῆς διαφορᾶς τοῦ βαθμοῦ, κατὰ μείζονα λόγο θὰ πρέπει νὰ τηρεῖται μία τάξη μεταξὺ ἀνωτέρου καὶ κατωτέρου Κλήρου καὶ μεταξὺ Κλήρου ἐν γένει καὶ Λαοῦ ὄχι μόνο κατὰ τὴ μετάδοση[11], ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν κατάλυση, ὥστε νὰ ὑφίσταται καὶ σὲ αὐτὴν τὴν πράξη μία τάξη, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Λαϊκοὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπεται νὰ καταλύουν παρόντων τῶν Κληρικῶν.

Τὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς δίδει ὁ ΣΤ΄ 58 εἶναι πολλὰ καὶ χρήζουν ἀναλύσεως, θὰ θέλαμε ὅμως νὰ σταθοῦμε στὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴ φιλολογία τοῦ Κανόνα ἡ ἀπαγόρευση τῆς μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπὸ Λαϊκοὺς στὸν ἑαυτό τους (διασταλτικὰ καὶ ἡ κατάλυση) ἐντάσσεται σὲ μία εὐρύτερη ἀπαγόρευση «μεταχειρίσεως» τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ Λαϊκούς, ἑπομένως καὶ τῆς καταλύσεως.

Συγκεκριμένα, ὁ Ζωναρᾶς σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Τὸ μεταχειρίζεσθαι τὰ ἅγια, καὶ ἑτέροις αὐτῶν μεταδιδόναι, τοῖς ἱερωμένοις δέδοται. Ὁ δὲ ἄνευ ἀνάγκης, παρόντος δηλονότι ἱερωμένου, μεταχειρίζεσθαι ταῦτα τολμῶν, καὶ ἑαυτῷ τούτων μεταδιδόναι [στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφαίνεται ἡ ἔνταξη τῆς αὐτομεταδόσεως στὴν ἔννοια τῆς μεταχειρίσεως τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπὸ Λαϊκούς], ἱερωσύνης αὐτῷ δοκεῖ περιτιθέναι ἀξίωμα»[12]. Ἐπίσης ὁ Βαλσαμὼν χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια ὁρολογία: «Ἄλλοι μὲν κανόνες διάφοροι [ἀναφέρεται στὸν ΣΤ΄ 23] ἐκώλυσαν παρὰ λαϊκῶν τὰ ἅγια μυστήρια μεταχειρίζεσθαι, καὶ ἢ ἑτέροις μεταδιδόναι αὐτῶν, ἢ ἑαυτοῖς· ὅτι ἐπισκόποις, καὶ ἱερεῦσι, καὶ διακόνοις τὸ τοιοῦτον ἐπεχαρίσθη ἀξίωμα. Ὁ δὲ παρὼν κανὼν τὰ αὐτὰ ἐκείνοις παρακελευόμενος, [...]»[13].

Ἑπομένως διαπιστώνουμε ὅτι ὑφίσταται μία γενικότερη ἀπαγόρευση ἐπαφῆς καὶ χρήσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τοὺς Λαϊκούς (ἄλλο ἡ μετάληψη). Αὐτὴ ἡ διαπίστωση ἐπιρρωνύεται ἀπὸ μία ἄλλη κανονικὴ μαρτυρία, ποὺ ἀπαγορεύει καὶ σὲ κατωτέρους Κληρικούς (Ὑποδιακόνους), ὄχι μόνο νὰ μεταδίδουν σὲ ἄλλους ἢ στοὺς ἑαυτούς τους τὴ Θεία Εὐχαριστία, διασταλτικὰ καὶ νὰ καταλύουν, ὄχι μόνο γενικότερα ἀπαγορεύουν τὴ «μεταχείριση» τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ νὰ ἀγγίζουν τὰ ἱερὰ σκεύη. Πρόκειται γιὰ τὸν 21ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ συνόδου:

«Ὅτι οὐ δεῖ ὑπηρέτας ἔχειν χώραν ἐν τῷ διακονικῷ, καὶ ἅπτεσθαι τῶν ἱερῶν σκευῶν»[14].

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι κατὰ τὴν ἑρμηνευτικὴ φιλολογία τοῦ Κανόνα[15], μὲ τὸν ὅρο «ἅπτεσθαι τῶν ἱερῶν σκευῶν» πρέπει νὰ ἐννοεῖται καὶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία, ὄχι δηλαδὴ μόνο τὰ ἱερὰ Σκεύη ποὺ τὴν περιέχουν.

Ῥητὰ ἀπαγορεύει τὴ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας στοὺς πιστοὺς ἀπὸ κατωτέρους Κληρικοὺς καὶ ὁ Λαοδ. 25:

«Ὅτι οὐ δεῖ ὑπηρέτην ἄρτον διδόναι, οὐδὲ ποτήριον εὐλογεῖν»[16].

Ἡ πράξη ποὺ περιγράφει ὁ Κανόνας, φρονοῦμε, πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται διασταλτικὰ ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται μόνο νὰ μεταδίδουν οἱ κατώτεροι Κληρικοὶ στοὺς ἄλλους τὴν Θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἑαυτούς τους.

Ἐάν, ἑπομένως, δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κατωτέρους Κληρικοὺς ὄχι μόνο ἡ χρήση τῆς Θείας Κοινωνίας (μετάδοση καὶ κατάλυση), ἀλλὰ καὶ ἡ χρήση τῶν ἱερῶν σκευῶν τῆς Θείας Κοινωνίας, τότε κατὰ μείζονα λόγο θὰ ἀπαγορεύεται σὲ Λαϊκούς, ποὺ δὲν ἔχουν καμία τελετουργικὴ ἐξουσία, ἡ χρήση τῶν ἱερῶν σκευῶν τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί, ἑπομένως, ἀκόμη περισσότερο, τοῦ περιεχομένου αὐτῶν, τῆς Θείας Κοινωνίας.

Mὲ βάση τὴ φράση τοῦ ΣΤ΄ 58 «παρόντος ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ἢ διακόνου» διαπιστώνεται ἀπὸ μερικοὺς συγγραφεῖς ἐξ αντιδιαστολῆς ἕνας λόγος ἄρσης τοῦ ἀδίκου χαρακτῆρα τῆς πράξεως, μία ἀνάγκη[17], ποὺ τὴ συνιστᾷ ἡ ἀπουσία προσώπων ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ μεταχειρίζονται τὴ Θεία Ευχαριστία[18]. Αὐτὴ ὅμως γνώμη δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Βαλσαμῶνα[19]· τελευταῖος μάλιστα παραπέμπει στὸ ἔθιμο τῶν Λατίνων νὰ ἐπιτρέπουν στοὺς Λαϊκοὺς νὰ μεταφέρουν τὴ Θεία Εὐχαριστία σὲ σκεύη καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴ μεταδίδουν στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους· τὸ ἔθιμο αὐτὸ καταδικάζεται[20]. Βέβαια, τὸ τελευταῖο παράδειγμα δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ ὅτι δὲν ὑφίσταται κανένας λόγος ἀνάγκης.

Τὸ Πηδάλιον φαίνεται νὰ ἀποδέχεται λόγους ἀνάγκης παραπέμποντας στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ: « [...] ἄνευ ἀνάγκης (ὅταν δὲν ᾖναι δηλ. παρὼν Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, κατὰ τὸν Ζωναρᾶν), [...]»[21]. Ἐπικαλεῖται μάλιστα μαρτυρίες, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι σὲ περιπτώσεις ἀνάγκης ἐπιτρέπεται σὲ Λαϊκοὺς ἡ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τόσο στοὺς ἑαυτούς τους, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους.

Συγκεκριμένα, στὴν ὑποσημείωση τῆς ἑρμηνείας στὸν ΣΤ΄ 58 διαλαμβάνει γιὰ περιπτώσεις ἐρημιτῶν καὶ τὸ δικαίωμά τους στὴ Θεία Μετάληψη ἀφ’ ἑαυτῶν των, χωρὶς δηλαδὴ νὰ τοὺς μεταδίδεται ἀπὸ Κληρικό, ἐπίσης γιὰ ἄλλες περιπτώσεις ἀνάγκης, ὅπως προτελεύτειες καταστάσεις, παραπέμποντας στὴν 41η ἀπόκριση τοῦ ἁγίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἐπίσης στὸ βίο τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ ἐν τῷ Στειρίῳ ὄρει.

Πράγματι, ἀντικείμενο τῆς ἀποκρίσεως[22] εἶναι ἡ μετάληψη τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου καὶ ἡ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ Λαϊκοὺς σὲ πρόσωπα κοντὰ στὸ θάνατο, ἐφ' ὅσον δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐξεύρεση Κληρικοῦ[23]. Ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ σημειώνουμε τὰ ἀκόλουθα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ ζήτημα τῆς καταλύσεως τῶν Λαϊκῶν καὶ δύνανται νὰ ἐφαρμόζονται ἀναλογικὰ σὲ αὐτήν:

α) Ἀναφέρεται ὅτι ἡ οἰκονομία αὐτὴ ἀσκεῖται, ἐπειδὴ δὲν παρευρίσκονται ἢ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀνεύρεση Κληρικῶν ἀνωτέρων μὲ ἐξουδία μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸ προφανῶς θὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν κατάλυση.

β) Στοὺς ἀσκητὲς ἐπετράπη νὰ φυλάττουν Θεία Εὐχαριστία, ὅμως προηγιασμένου Ἄρτου· αὐτὸ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ συμπεραίνουμε ὅτι ἡ οἰκονομία τῆς καταλύσεως ἀπὸ Λαϊκοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ τὴν κατάλυση ὕστερα ἀπὸ τελεία Θεία Λειτουργία δοθέντος ὅτι γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Θεία Λειτουργία προϋποτίθεται ἡ παρουσία Κληρικοῦ μὲ τὸ βαθμὸ Πρεσβυτέρου ἢ Ἐπισκόπου, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμένουν στὸν Ναὸ καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυση, ἑπομένως θὰ δύνανται καὶ νὰ καταλύουν, ἐκτὸς καὶ δὲν δύνανται νὰ παρίστανται, πρᾶγμα πολὺ δύσκολο· αὐτὸ ὅμως μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἑπόμενη σκέψη.

γ) Ἡ οἰκονομία ἐφαρμόζεται σὲ καταστάσεις ὁριακές, πολὺ μεγάλης ἀνάγκης, λ. χ. ὅταν ἀναμένεται βέβαια ὁ θάνατος καὶ δὲν εὐρίσκεται Κληρικὸς γιὰ νὰ μεταδώσει τὴ Θεία Εὐχαριστία ἢ σὲ περίπτωση ἀσκητῶν σὲ μεγάλη ἀπομόνωση καὶ μακριὰ ἀπὸ μοναστικὰ κέντρα. Τὴν κατάσταση ἔκτακτης ἀνάγκης ἐπισημαίνει καὶ ἡ ἔκφραση ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὸ τελευταῖο ἐφόδιο, ἐννοεῖται ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ μελλοθάνατος γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ του μετάβαση στὴ μεταθανάτια κατάσταση· ἡ φράση γιὰ τὸ τελευταῖο ἐφόδιο ἐπίσης δηλώνει καὶ τὴν κανονικὴ συνείδηση τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἔχει διαποτιστεῖ ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν Κανόνων[24]. Ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι ἡ φύλαξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς δὲν δημιουργεῖ γιὰ αὐτοὺς δικαίωμα συστηματικὰ νὰ κοινωνοῦν ἀπὸ τὸν φυλασσόμενο ἅγιον Ἄρτο, ἀλλ’ «ἐν καιρῷ ἀνάγκης», ποὺ συνιστᾷ ἡ ἀπουσία Κληρικοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία ἀρχὴ ποὺ πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται καὶ στὴν κατάλυση· πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑφίσταται τέτοια κατάσταση, στὴν ὁποία ἔχουν ἐξαντληθεῖ ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα νὰ παρευρεθεῖ ἀνώτερος Κληρικὸς καὶ νὰ ὑπάρχει κάποιος σοβαρὸς λόγος γιὰ νὰ καταλυθοῦν τὰ Ἅγια ἄμεσα[25]· τὸ ὅτι δὲν συνιστᾷ πρόβλημα ἡ διατήρηση τῆς Θείας Εὐχαριστίας γιὰ ἀκόμη καὶ μεγάλο διάστημα, ἐφ’ ὅσον προστατεύεται ἀπὸ προσβολὲς λ. χ. ἐντόμων, ζώων καὶ ἄλλων παρομοίων στοιχείων, καταδεικνύεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἐπιτρεπτὸ τῆς φυλάξεώς Της ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς γιὰ μεγάλο χρονικό διάστημα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ διατήρησή Της στοὺς Ναοὺς εἴτε γιὰ τὶς προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες εἴτε γιὰ τὸ Ἀρτοφόριο τῆς ἁγίας Τραπέζης.

δ) Ἀναφέρεται στὴν ἀπόκριση, ὅπως καὶ στὶς λοιπὲς μαρτυρίες τοῦ Πηδαλίου ποὺ παραθέσαμε, τὸ ἐπιτρεπτὸ μεταφορᾶς καὶ μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ Λαϊκοὺς γιὰ λόγους ἀνάγκης· καὶ αὐτὲς ὅμως οἱ περιπτώσεις περιβάλλονται ἀπὸ αὐστηρὲς προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες παραθέτει ὁ ἅγιος Συμεών, οἱ ὁποῖες ἀναλογικὰ πρέπει νὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν κατάλυση, ἀφοῦ, ὅπως πολλάκις ἀναφέραμε, ὅλες αὐτὲς οἱ πράξεις ἐμπίπτουν στὴ γενικὴ κατηγορία τῆς μεταχειρίσεως τῶν ἁγίων. Αὐτὲς εἶναι ὅτι καταρχὴν πρέπει νὰ ἐξετάζεται τὸ ἐνδεχόμενο παρουσίας ἄλλων κατωτέρων Κληρικῶν, λ. χ. ἀναγνωστῶν καὶ σὲ αὐτοὺς νὰ παραχωρεῖται αὐτὴ ἡ πρόσκαιρη ἐξουσία καὶ ἂν δὲν ὑπάρχουν τέτοιοι, τότε ἡ μετάδοση (κατάλυση) πρέπει νὰ ἐπιτρέπεται ὄχι στὸν ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ στὸν καλύτερο πνευματικὰ ἐκ τῶν Λαϊκῶν, ποὺ θὰ διακρίνεται γιὰ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου.

ε) Θεωροῦμε ἰδιαίτερα σημαντικὸ νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἕνα στοιχεῖο στὴν 41η ἀπόκριση τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀφορᾷ στὸν τρόπο τῆς μεταλήψεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τὸν ἀσκητή. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, πρέπει ὁ ἀσκητὴς νὰ μεταλάβει ἀπευθείας μὲ τὸ στόμα καὶ ὄχι μὲ τὸ χέρι, διότι τὸ τελευταῖο ἀποτελεῖ ἱερατικὴ πράξη, τὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται σὲ καμία περίπτωση νὰ ἐκτελοῦν, ἔστω καὶ χωρὶς δόλο, ἔστω καὶ χωρὶς πρόθεση ἱερατικῆς ἀπομιμήσεως, οἱ Μοναχοὶ καὶ Λαϊκοί: «Τίσι δὲ ἐρημίταις οὖσι καὶ μὴ εὑρίσκουσιν ἱερεῖς παρ’ ἀρχιερέως ἐνδέδοται, ὡς ἐμάθομεν, προηγιασμένα ἔχειν ἐν πυξίῳ, καὶ ἐν καιρῷ ἀνάγκης ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κοινωνεῖν μετὰ πολλῆς εὐλαβείας, οὐ καθὼς δὲ οἱ ἱερεῖς, ἀλλ' οὕτω ποιοῦντας, [...]· καὶ οὕτω ψάλλοντας θυμιῶντας καὶ προσκυνοῦντας εὐλαβῶς τρὶς, οὐ τῇ χειρί, ἀλλὰ τῷ στόματι τοῦ θείου ἄρτου μετασχεῖν»[26]. Ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ἅγιος ἐπαναλαμβάνει δύο φορὲς τὴν ἀπαγόρευση αὐτή, ποὺ θέλει νὰ ἀποτρέψει τὸ Μοναχὸ (διασταλτικὰ τὸ Λαϊκὸ) ἀπὸ πράξεις ἀντιποιήσεως, ἀκριβῶς γιατὶ θέλει νὰ τονίσει τὴ σημασία τῆς ἀπαγορεύσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ προλάβει τὴν ἀντιποίηση.

Γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς ἐπιτελέσεως ἀπὸ Λαϊκοὺς καὶ Μοναχοὺς πράξεων ποὺ ἐπιτρέπονται μόνο σὲ ἀνωτέρους Κληρικούς, ἡ ὁποία ἔχει ἐκκλησιολογικὴ βάση διαλάβαμε ἀνωτέρω· γιὰ τὴν ἀνθρωπολογικὴ θεμελίωση καὶ τὰ βαθύτερα αἴτιά της θὰ διαλάβουμε κατωτέρω. Ἐδῶ ἀρκούμαστε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι, ἐὰν ἀπαγορεύεται σὲ Λαϊκοὺς καὶ Μοναχοὺς ἡ αὐτομετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ τὸ χέρι σὲ κάθε περίπτωση, ἐπειδὴ ἡ διὰ χειρὸς μετάδοση ἁρμόζει μόνο σὲ Κληρικούς, κατὰ μείζονα λόγο θὰ ἀπαγορεύεται ἡ κατάλυση, ἂν λαμβάνεται ὡς ἱερατικὴ πράξη, καὶ ὄχι πράξη οἰκονομίας.

στ) Ἡ σχετικὴ ἄδεια στοὺς ἀσκητὲς δίδεται ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Ἀρχιερέα.

ζ) Τὸ τελευταῖο σημεῖο ποὺ θὰ θέλαμε νὰ σταθοῦμε στὸ κείμενο τῆς 41ης ἀποκρίσεως τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ὅτι ζητᾷ ἀπὸ τὸ Λαϊκὸ ἢ κατώτερο Κληρικὸ ποὺ μετέδωσε τὴ Θεία Εὐχαριστία νὰ ἐξομολογηθεῖ τὴν πράξη θεωρώντας την ἔτσι ὡς κανονικὸ ἀδίκημα, ποὺ ἐπιτρέπεται γιὰ λόγους οἰκονομίας, ὅπως λ. χ. ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ δεύτερο γάμο. Αὐτὸ σὲ κάθε περίπτωση θὰ πρέπει νὰ ἰσχύει καὶ στὴν κατάλυση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ ἀναρμόδιο πρόσωπο.

Οἱ ἀνωτέρω μαρτυρίες τοῦ Πηδαλίου καὶ τοῦ ἁγίου Συμεὼν μᾶς πείθουν ὅτι ὑφίστανται λόγοι ἀνάγκης ποὺ αἴρουν τὸν ἀρχικὰ ἄδικο χαρακτῆρα τῆς πράξεως[27], οἱ ὁποῖοι πρέπει νὰ ἐφαρμόζονται ἀναλογικὰ καὶ στὸ ζήτημα τῆς καταλύσεως.

Θὰ θέλαμε ἐπίσης νὰ σταθοῦμε στὶς ἀναφορὲς τῆς ἑρμηνευτικῆς φιλολογίας στὴ φράση τοῦ ΣΤ΄ 58 «μὴ φρονεῖν παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν»[28] σὲ καταστάσεις τῆς ψυχῆς, ποὺ λαμβάνουν χώρα κατὰ τὴν τέλεση τῆς πράξεως, καὶ ποὺ τελικὰ ἀποτελοῦν τὸ βαθύτερο αἴτιο τῆς ἀπαγορεύσεως.

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Ζωναρᾶν, «Ὁ δὲ ἄνευ ἀνάγκης, παρόντος δηλονότι ἱερωμένου, μεταχειρίζεσθαι ταῦτα τολμῶν, καὶ ἑαυτῷ τούτων μεταδιδόναι, ἱερωσύνης αὐτῷ δοκεῖ περιτιθέναι ἀξίωμα· τοῦτο δὲ οἴησιν ἐκείνῳ προσμαρτυρεῖ»[29]. Ἡ συμπεριφορὰ ἑπομένως αὐτὴ προδίδει ἀσθένεια πνευματικὴ στὴ ψυχὴ τοῦ δράστη, ποὺ συνίσταται στὴν ὑπερηφάνεια καὶ στὴν κενοδοξία, εἰδικότερα στὴν οἴηση, ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς ἀντιποίησεως, δηλαδὴ τὴν πρόθεσή του νὰ οἰκειοποιεῖται ἕνα ἀξίωμα, αὐτὸ τῆς ἱερωσύνης, ἀπὸ ἐμπαθῆ κίνητρα θέλοντας νὰ αἰσθάνεται ὅτι ἔχει κάποια ἀξία ὑπερηφανευόμενος ἀπέναντι σὲ ἄλλα πρόσωπα. Γιὰ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ τῆς ψυχῆς ἔχουν γραφεῖ πολλὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας, στοὺς ὁποίους καὶ παραπέμπουμε[30]. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀναφέραμε ἀνωτέρω, νὰ μεταλαμβάνει ὁ ἀσκητὴς μὲ τὸ χέρι τὴ Θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι ἱερατικὴ κίνηση, γιὰ νὰ τὸν ἀποτρέψει δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ σχηματίσει στὸν ἐσωτερικό του κόσμο τὴν ψευδῆ πεποίθηση ὅτι εἶναι Κληρικός, ἀφοῦ ὑποταχθεῖ στὸ δαίμονα τῆς κενοδοξίας ἢ τῆς ὑπερηφάνειας.

Ἐπίσης διαπιστώνονται καὶ ἄλλες πνευματικὲς ἀσθένειες πίσω ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κειμένου, στὸ σημεῖο ποὺ γίνεται λόγος γιὰ ἀπειθαρχία πρὸς τὰ διατεταγμένα, ποὺ ὑποσημαίνουν καὶ τὸ δόλο τοῦ δράστη, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸ παράνομο τῆς πράξεως καὶ παρὰ ταῦτα τελεῖ τὸ ἔγκλημα ἐπιδιώκοντας τὸ παράνομο ἀποτέλεσμα. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερηφάνειάς του, ἀλλὰ καὶ μιᾶς εἰδικότερης ἀσθένειας τοῦ λογιστικοῦ του, ἡ ὁποία τὸν ἔχει ὁδηγήσει στὴ σχετικοποίηση ὡς πρὸς τὸ κῦρος, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὴν καταφρόνηση τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, εἰδικὰ τῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, τῆς Ὀρθόδοξης Μυστηριολογίας.

Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ζωναρᾶ στὴν οἴηση[31] ἀποδεικνύει ἐπιπλέον τὸ θεραπευτικὸ χαρακτῆρα τῶν ἱερῶν Κανόνων[32], ἐπιπλέον τὴν ἀνθρωπολογική τους βάση[33]· ἡ ἀπαγόρευση δηλαδὴ καὶ τὸ ἐπιτίμιο ποὺ προβλέπεται, ἀποσκοπεῖ στὴν πρόληψη ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὰ πάθη τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας, ἐπίσης στὴ θεραπεία αὐτοῦ ποὺ ἔχει ὑποδουλωθεῖ σὲ αὐτά. Ἐπιπλέον στὴ φράση τοῦ ΣΤ΄ 58 «ἐντεῦθεν [ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἐπιτίμιου] παιδαγωγούμενος, μὴ φρονεῖν παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν» διαφαίνεται καὶ ὁ παιδαγωγικός τους χαρακτῆρας, θεωρουμένων τῶν ὑποκειμένων τῶν προβλέψεών τους ὄχι ὡς ἁπλᾶ ἄτομα, ἀλλὰ ὡς τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὰ ὁποία Αὐτὴ μεριμνᾷ ὡς Μητέρα γιὰ τὴ διαπαιδαγώγσή τους ἐν Χριστῷ. Τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι κυρίως ἀνθρωπολογικὰ καὶ ἔχουν ὡς θεμέλιο τὴ νηπτικὴ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο στὶς περιπτώσεις ἀνάγκης ποὺ ἀναφέραμε δὲν συντρέχουν αὐτὲς οἱ ἀσθένειες, ὅμως, ὅπως ἐπισημάναμε, καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὑπάρχει κάποια πνευματικὴ ἀνωμαλία, λ. χ. λόγῳ ἀμέλειας, ποὺ ὀφείλει καὶ αὐτὴ νὰ θεραπευθεῖ.

Τὸ ἔγκλημα, ποὺ γιὰ νὰ ὑφίσταται, πρέπει νὰ συντρέχουν καὶ οἱ ὅροι τοῦ καταλογισμοῦ (βιολογικό, ψυχολογικό, δεοντολογικὸ στοιχεῖο[34] μαζὶ βέβαια μὲ τὰ ὑποκειμενικᾶ στοιχεῖα τῶν παθῶν ποὺ ἀναφέραμε), διαπραττόμενο ὑπάγεται στὴ γενικότερη ἔννοια τῆς προσβολῆς αὐτῶν ποὺ ὁ Π. Παναγιωτᾶκος[35] ὀνομάζει κανονικὲς ὑπαγορεύσεις[36]. Εἰδικότερα πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς μορφὲς ποὺ ἐμφανίζεται τὸ ἔγκλημα τῆς ἐκδηλώσεως διαθέσεως ἀπειθαρχίας[37] πρὸς τὴν ἐπιτασσόμενη ἀπαρέγκλιτη διατήρηση τῆς κανονικῆς ἀκρίβειας καὶ τάξεως ἐντὸς τοῦ Οἴκου τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία ἐντάσσονται, μεταξὺ ἄλλων, οἱ προβλέψεις τοῦ ΣΤ΄ 58, ἑπομένως ἀναλογικὰ[38] καὶ τὸ ὑπὸ ἐξέταση ζήτημα.

Ἐπιπλέον, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴ φιλολογία τοῦ ΣΤ΄ 58, ἡ πράξη τῆς αὐτομεταδόσεως, ἑπομένως καὶ τῆς καταλύσεως, ἀποτελοῦν καὶ ἔγκλημα ἀντιποιήσεως τῆς ἰδιότητας Κληρικοῦ, μάλιστα τῆς ἀσκήσεως καθηκόντων καὶ ὑπηρεσίας Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ, ποὺ καὶ αὐτὴ ὑπάγεται στὴν ἴδια γενικὴ κατηγορία τῆς προσβολῆς κανονικῶν ὑπαγορεύσεων[39]. Ἡ πράξη αὐτὴ σύμφωνα μὲ τὸν Π. Παναγιωτᾶκο εἶναι ἔγκλημα «προσβάλλον τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐξουσίαν, διασῦρον τὸ κῦρος τῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄγον εἰς διασάλευσιν τῆς παρὰ τοῖς πολίταις πεποιθήσεως περὶ τῆς νομίμου ἐνεργείας αὐτῶν»[40].

Ἑπομένως, ἡ κατάλυση τῆς Θείας Εὐχαριστίας δὲν ἐπιτρέπεται, ἀκόμη καὶ ἐὰν συγκατατίθεται ὁ Κληρικὸς ποὺ παρίσταται πρὶν ἢ καὶ κατὰ τὴν τέλεση τοῦ ἐγκλήματος (τὸ ὁποῖο βέβαια ἐπιβαρύνει τὸ δράστη, ἀλλὰ καὶ τὸν Κληρικὸ γιὰ συμμετοχικὴ δράση), ἐκτὸς ἐὰν ὑφίστανται λόγοι ἀνάγκης κατὰ τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐφαρμόζονται εὐθέως ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Πηδαλίου στὴν ἑρμηνεία του στὸν ΣΤ΄ 69 καὶ ἀναλογικὰ οἱ προβλέψεις τοῦ ΣΤ΄ 58 καὶ τῆς ἑρμηνευτικῆς φιλολογίας του, ἐπίσης ἡ 41η κανονικὴ ἀπόκριση τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης.



[1] ΣΤ΄ 58, ΡΠ2, σ. 437, ὑπογραμμίσεις δικές μας. Ἡ φράση «μὴ φρονεῖν παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν» εἶναι ἀπὸ τὸ Ρωμ. 12, 3. Παραθέτουμε καὶ τὴ μετάφραση τοῦ Κανόνα ἀπὸ τὸν Π. Ἀκανθόπουλο, Κώδικας ιερών κανόνων και εκκλησιαστικών νόμων, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 20042, σ. 151: «Κανείς από τους λαϊκούς να μη δίνει στον εαυτό του τα θεία μυστήρια, όταν είναι παρών επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος. Κι όποιος τολμάει κάτι τέτοιο, να αφορίζεται για μια εβδομάδα, γιατί πράττει αντίθετα από όσα ορίστηκαν, ώστε έτσι να διαπαιδαγωγείται και να μη φρονεί αντίθετα [ὀρθότερο: παραπάνω] από εκείνο που πρέπει να φρονεί.»

[2] ΣΤ΄ 23, ΡΠ2, σσ. 354 – 355, ὑπογραμμίσεις δικές μας. Μετάφραση Π. Ἀκανθοπούλου, ὅ. π., σ. 127: «Κανένας από τους επισκόπους ή πρεσβυτέρους ή διακόνους να μη μεταδίδει την άχραντη θεία κοινωνία, εισπράττοντας απ’ αυτόν που συμμετέχει σε μια τέτοια μετάληψη χρήματα ή οποιοδήποτε είδος. Γιατί η χάρη δεν πουλιέται ούτε και μεταδίδουμε τον αγιασμό του Πνεύματος με χρήματα, αλλά πρέπει να μεταδίδεται χωρίς πονηρό έργο σ΄ αυτούς που αξίζουν (αυτό) το δώρο. Κι αν κανείς απ’ αυτούς που συγκαταλέγονται στον κλήρο φανεί να ζητάει απ’ αυτόν, στον οποίο μεταδίδει την άχραντη θεία κοινωνία, οποιοδήποτε είδος, να καθαιρείται ως ζηλωτής της πλάνης και κακίας του Σίμωνος.»

[3] Θὰ δώσουμε παρακάτω καὶ ἄλλα ἀνθρωπολογικὰ στοιχεῖα ποὺ τὴ θεμελιώνουν.

[4] Κατώτερο, πο συνιστται δι πλς χειροθεσίας, κα νώτερο, πο κατέχει τ μυστηριακ ερωσύνη.

[5] Βλ. Εὐ. Μητσοπούλου, Θέματα ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας, Πανεπιστημιακαὶ παραδόσεις δογματικῆς, Ἀθῆναι 2001, σσ. 263 – 275, 322 – 324.

[6] Βλ. Σπ. Τρωιάνου, Παραδόσεις ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, ἐκδ. Ἀντ. Σάκκουλα, Ἀθήνα – Κομοτηνή 1984, 2η ἔκδοση ἀναθεωρημένη καὶ συμπληρωμένη, σσ. 349 – 360.

[7] Μαζὶ μὲ τὸ βασιλικὸ καὶ τὸ προφητικὸ (διδασκαλικό)· γιὰ τὸ τρισσὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχουν οἱ Κληρικοί, βλ. Εὐ. Μητσοπούλου, ὅ. π., σσ. 156 – 162. Γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῶν Λαϊκῶν στὸ τρισσὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τῆς συμμετοχῆς τῶν Κληρικῶν (εἰδικὴ ἱερωσύνη), βλ. ὅ. π., σσ. 269 – 275.

[8] Ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 69, ὑποσημ. 1, σ. 281.

[9] Βλ. Εὐ. Μητσοπούλου, ὅ. π., σσ. 265 – 267.

[10] Καὶ ἐκεῖ ὅμως ἰσχύει ἡ τάξη ὅτι ὁ κατώτερος ἐκ τῶν ἀνωτέρων Κληρικῶν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταδίδει στὸν ἀνώτερο, λ. χ. Διάκονος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταδίδει σὲ Πρεσβύτερο, ἀλλὰ ὁ ἀνώτερος στὸν κατώτερο καὶ οἱ τρεῖς στὸ Λαό, ποὺ εἶναι κατώτερός των, βλ. Α΄ 18, ὅπου ἐπιπλέον διατάσσεται νὰ τηρεῖται καὶ μία σειρὰ κατὰ τὴ μετάληψη, πρῶτα ὁ Ἐπίσκοπος, στὴ συνέχεια ὁ Πρεσβύτερος (ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο) καὶ στὸ τέλος ὁ Διάκονος (ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο), δηλαδὴ νὰ μὴν λαμβάνουν τὴν Θεία Εὐχαριστία οἱ Διάκονοι ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο πρὶν ἀπὸ τοὺς Πρεσβυτέρους.

[11] Πράγματι, κατὰ τὴ Θεία Μετάληψη, μετὰ τοὺς ἀνωτέρους Κληρικοὺς πρέπει πρῶτα νὰ μεταλαμβάνουν οἱ κατώτεροι Κληρικοί, λ. χ. Ψάλτες, Ἀναγνῶστες, Νεωκόροι, ἔπειτα οἱ Μοναχοί καὶ στὸ τέλος οἱ Λαϊκοί· καὶ μεταξύ τους ὅμως ἔχει ἐπικρατἠσει νὰ τηρεῖται ἡ τάξη παιδιά, ἄνδρες, γυναῖκες.

[12] Ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, ΡΠ2, σσ. 437 – 438, ὑπογραμμίσεις δικές μας.

[13] Ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, ΡΠ2, σ. 438, ὑπογραμμίσεις δικές μας.

[14] ΡΠ3, σ. 190. Παραθέτουμε καὶ τὴ μετάφραση τοῦ Π. Ἀκανθόπουλου, ὅ. π., σ. 277: «Δεν επιτρέπεται να ανατίθενται στους υποδιακόνους λειτουργίες των διακόνων και ν’ αγγίζουν αυτοί τα ιερά σκεύη.» Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ὑπηρέτας» ὡς Ὑποδιάκονο βλ. Ζωναρᾶς, Βαλσαμών, Ἀριστηνός (ἐξ ἀντιδιαστολῆς), ἑρμηνεία στὸν Λαοδ. 21, ΡΠ3, σ. 190. Πρβλ. καὶ Παντελεήμονος Ῥοδοπούλου (Μητροπολίτου Τυρολόης καὶ Σερεντίου), Μελέται, Α΄ Κανονικά – Ποιμαντικά – Λειτουργικά – Οἰκουμενικά – Διάφορα [Ἀνάλεκτα Βλατάδων 56], Πατριαρχικὸν ἵδρυμα πατερικῶν μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 28 – 29.

[15] Ζωναρᾶς, Βαλσαμών, ὅ. π. Σύμφωνα μὲ τὸν τελευταῖο ἡ ἀπαγόρευση ἀφορᾷ τὴ λειτουργικὴ χρήση τῶν ἱερῶν σκευῶν: «Μηδὲ γὰρ εἴπῃς, μὴ ὀφείλειν τούτους ἅπτεσθαι τῶν ἱερῶν σκευῶν, ἤτοι τοῦ ἁγίου ποτηρίου καὶ τοῦ ἁγίου δίσκου, κενῶν ὄντων· αὐτοῖς γὰρ μᾶλλον οἰκεία ἐστὶν ἡ τούτων ὑπηρεσία ἢ καὶ μετάθεσις [μεταφορά]», ὅ. π. Αὐτὴ ἡ συσταλτικὴ ἑρμηνεία ἐπιρρωνύει τὴ θέση μας, διότι ἀπαγορεύει εἰδικὰ τὴ χρήση τῶν λειτουργικῶν σκευῶν, ἐφ’ ὅσον περιέχουν τὴ Θεία Εὐχαριστία ἀπὸ ἀνοίκεια πρόσωπα, ἑπομένως κατὰ μείζονα λόγο καὶ τὴ μετάδοση (βλ. καὶ τὴν ἑπόμενη ἀναφορά μας στὸν Λαοδ. 25) καὶ τὴν κατάλυση τῆς περιεχομένης Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο τῆς παρούσης ἀπόκρισης.

[16] ΡΠ3, σ. 193. Μετάφραση Π. Ἀκανθοπούλου, ὅ. π.: «Δεν πρέπει ο υποδιάκονος να δίνει τον άρτο (να μεταδίδει δηλαδή στους πιστούς το σώμα του Κυρίου) ούτε να ευλογεί το ποτήριο (του αίματος του Κυρίου)». Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ὑπηρέτης» ὡς Ὑποδιάκονος βλ. Ζωναρᾶς, ἑρμηνεία στὸν Λαοδ. 25, ΡΠ3, σ. 193, Παντελεήμονος Ῥοδοπούλου, ὅ. π., σ. 29, Πηδάλιον, ἑρμηνεία στὸν Λαοδ. 25, σ. 431, ὅπου ὅμως γίνεται δεκτὸ ὅτι ὑποκείμενο τοῦ Κανόνα δύναται νὰ εἶναι τὸ σύνολο τῶν κατωτέρων Κληρικῶν. Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου μὲ τὸν ὅρο «ὑπηρέται τῆς ἐκκλησίας», βλ. Ἀριστηνός, ἑρμηνεία στὸν Λαοδ. 25, ΡΠ3, σ. 193.

[17] Γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀπουσία τῶν ἀνωτέρων Κληρικῶν θεωρεῖται λόγος ἄρσης τοῦ ἀδίκου χαρακτῆρα τῆς πράξης μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀνάγκης, βλ. Ζωναρᾶ, ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, ΡΠ2, σ. 437: «Ὁ δὲ ἄνευ ἀνάγκης, παρόντος δηλονότι ἱερωμένου, μεταχειρίζεσθαι ταῦτα τολμῶν, καὶ ἑαυτῷ τούτων μεταδιδόναι, [...]», ὑπογραμμίσεις δικές μας.

[18] Αὐτὸ φαίνεται νὰ συνάγει ὁ Ζωναρᾶς, ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, ΡΠ2, σ. 437, ὡστόσο δὲν τὸ διδάσκει ῥητά.

[19] «Λέγουσι γοῦν τινες ἐξ ἀντιδιαστολῆς, ὡς, ὅταν οὐ πάρεστί τις ἐξ αὐτῶν, διὰ προκειμένην ἀνάγκην, καλῶς μεταδώσει τις ἑαυτῷ τῶν θείων ἁγιασμάτων· ἐμοὶ δὲ οὐ δοκεῖ· τοιοῦτον γὰρ τολμηθῆναι ἀπὸ ἑρμηνείας καὶ ἀντιδιαστολῆς οὐκ ἐκχωρηθήσεται.» Βαλσαμών, ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, ΡΠ2, σ. 438.

[20] Βαλσαμών, ὅ. π.

[21] Ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, σ. 271.

[22] Ὡς τίτλος ἀναγράφεται: «Ἐμάθομεν καὶ μοναχοὺς ἐν ἐρήμοις μόνους κοινωνεῖν· καὶ εἰ χρὴ τοῦτο ποιεῖν, καὶ πῶς κοινωνεῖν.»

[23] «Τίσι δ ρημίταις οσι κα μ ερίσκουσιν ἱερεῖς παρ’ ἀρχιερέως ἐνδέδοται, ὡς ἐμάθομεν, προηγιασμένα ἔχειν ἐν πυξίῳ, καὶ ἐν καιρῷ ἀνάγκης ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κοινωνεῖν μετὰ πολλῆς εὐλαβείας, οὐ καθὼς δὲ οἱ ἱερεῖς, ἀλλ' οὕτω ποιοῦντας, ὡς καὶ ἄλλοθεν ἔγνωμεν, καὶ ἡμεῖς τοῖς ἠρωτηκόσι διεταξάμεθα· ἐν καθαρῷ τινι τόπῳ ἁπλοῦντας ἱερὸν ὕφασμα, ἐπάνω τούτου τιθέναι ἅγιον κάλυμμα· ἐπὶ τοῦ καλύμματος δὲ διὰ τῆς λαβίδος τοῦ παναγίου ἄρτου μερίδα· καὶ οὕτω ψάλλοντας θυμιῶντας καὶ προσκυνοῦντας εὐλαβῶς τρὶς, οὐ τῇ χειρί, ἀλλὰ τῷ στόματι τοῦ θείου ἄρτου μετασχεῖν· εἶτα διά τινος ποτηρίου οἴνῳ σὺν ὕδατι μόνῳ ἀποκλύζειν τὸ στόμα. Εἰ οὖν καὶ ἀποθνήσκων τις εἴη, καὶ μὴ πάρεστιν ἱερεὺς ἢ διάκονος, διὰ τὴν πολλὴν ἀνάγκην ὡς τῇ ὁσίᾳ Θεοκτίστῃ ὑπηρέτησε ναυτικός. Εἰ ζωοποιὸς ἄρτος ἐστί, τινὶ τῶν ἀναγνωστῶν ἢ τῶν εὐλαβεστέρων καὶ καθαρωτέρων πιστῶν τοῦτο ἐνδοθήσεται· καὶ μετὰ φόβου καὶ εὐλαβείας, διὰ τῆς λαβίδος εἰς τὸ ἱερὸν κάλυμμα μέρος ἐμβαλὼν οὗτός τι λεπτότατον τοῦ παναγίου σώματος, προσαγέτω τῷ τοῦ ἀποθνήσκοντος στόματι εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου. Πλὴν κατὰ πολλὴν, ὡς ἔφημεν, τὴν ἀνάγκην, καὶ μετὰ πλείστης ὅτι τῆς προσοχῆς· καὶ εἴ γε πρὸς θάνατον ὁ ἄνθρωπος ἀφορᾷ, καὶ οὐκ ἔτι ἐστὶν ἐλπίς. Εἶτα ἀπαγγελέτω τῷ ἱερεῖ ὁ ὑπηρετήσας, καὶ συγχώρησιν ἐξαιτείσθω.» PG 155, στ. 889. Παραθέτουμε καὶ τὴν ἀπόδοση τῶν νοημάτων τῆς πρώτης περίπτωσης ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο, Πηδάλιον, ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, ὑποσημ. 1, σ. 271: «Οἱ δὲ ἐν ἐρήμοις εὑρισκόμενοι Μοναχοὶ μὲ τὸ νὰ εὑρίσκονται εἰς ἀνάγκην διὰ τὶ δὲν εἶναι ἱερεῖς παρόντες, ἔχουσιν ἄδειαν ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα, ὡς λέγει Συμεὼν ὁ Θεσσαλονίκης (ἐρωτήσει μά.) νὰ φυλάττουν προηγιασμένα εἰς Ἀρτοφόριον, καὶ νὰ μεταλαμβάνουν ἐξ αὐτῶν μετὰ πολλῆς εὐλαβείας, τοιουτοτρόπως [sic] ἐπάνω εἰς καθαρὸν τόπον νὰ ἁπλώνουσιν ἱερόν τι ἄμφιον, καὶ ἐπάνω αὐτοῦ νὰ βάλλουν κάλυμμα, καὶ ἐπάνω τοῦ καλύμματος νὰ βάλλωσι τὴν λαβίδα ἔχουσαν τὴν μερίδα τοῦ παναγίου Σώματος, καὶ ἔτσι ἀφ’ οὗ πρῶτον ψάλλουν ψαλμοὺς, ἢ εὐχὰς, ἢ τὸ τρισάγιον, καὶ θυμιάσουν, καὶ προσκυνήσουν τρεῖς φοραῖς, ἔτσι νὰ μεταλαμβάνουν ἐκεῖθεν, ὄχι μὲ τὸ χέρι, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα· ἔπειτα ἔχοντες ποτήριον μὲ κρασὶ καὶ νερόν, νὰ ἀποπλύνωσι τὸ στόμα.» Ὁ ἅγιος Νικόδημος παραθέτει καὶ ἄλλη μαρτυρία, ὅ. π.: «Τοῦτο τὸ ἴδιον ὁποῦ λέγει ὁ τ αυτικός. εις.ι καΘεσσαλονίκης εἶναι γεγραμμένον καὶ εἰς τὸν βίον τοῦ Λουκᾶ τοῦ ἐν τῷ Στειρίω ὅρει ἀσκήσαντος. Ἐρωτήσας γὰρ οὗτος τὸν τότε Κορίνθου Μητροπολίτην, ἂν πρέπῃ ὁ ἐν ἐρήμῳ εὑρισκόμενος νὰ μεταλαμβάνῃ αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ, διὰ τὴν ἀπουσίαν Ἱερέως, ἔλαβε τὴν ἄδειαν παρ’ αὐτοῦ νὰ κοινωνῇ, κατὰ τὸν ἴδιον σχεδὸν τοῦτον τρόπον.» Στὸ τέλος τῆς ὑποσημείωσης παραθέτει περιληπτικὰ καὶ τὰ τῆς 41ης ἀπόκρισης τοῦ ἁγίου Συμεών: «Ἀναγνώστης δὲ καὶ Λαϊκὸς κοινωνεῖ ἐκεῖνον ὁποῦ κινδυνεύει εἰς θάνατον, κατὰ τὸν αὐτὸν Συμεὼν (Ἀποκρ. μά.)», ὅ. π. Πρβλ. καὶ τοῦ ἰδίου τὴν ὑποσημ. 2 στὴν ἑρμηνεία τοῦ Α΄ 13, Πηδάλιον, σ. 141, γιὰ ἄλλη μαρτυρία μετάδοσης Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ Λαϊκὸ σὲ κατάσταση ἐπιθανατίου ἀνάγκης. Γιὰ τὴν τελευταία μαρτυρία βλ. τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας πρὸς Φάβιον (Φαβιανὸν), ἀρχιεπίσκοπον Ἀντιοχείας εἰς Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 6, 44, PG 20, στ. 629 – 633.

[24] Δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ἐπισημάνουμε τὴν ὁμοιότητα τῆς ἔκφρασης τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ τοῦ Α΄ 13: Ἁγίου Συμεών: «προσαγέτω τῷ τοῦ ἀποθνήσκοντος στόματι εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου.» ὅ. π. Α΄ 13: «Περὶ δὲ τῶν ἐξοδευόντων, ὁ παλαιὸς καὶ κανονικὸς νόμος φυλαχθήσεται καὶ νῦν, ὥστε, εἴ τις ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καὶ ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μὴ ἀποστερεῖσθαι.» ΡΠ2, σ. 143. Ἡ οἰκονομία ποὺ ἐπιτρέπει τὴ μετάδοση ἀπὸ Λαϊκοὺς ἀποτελεῖ συμμόρφωση στὴν ἐντολὴ τοῦ Α΄ 13. Πρέπει βέβαια, νὰ ἐξεταστεῖ, ἐὰν ἡ κατάλυση ἀπὸ Λαϊκὸ ἀποτελεῖ συμμόρφωση στὴν ἴδια ἀρχή, κάτι ποὺ προφανῶς δὲν ἰσχύει· τὸ κοινὸ σημεῖο ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἀναλογία, εἶναι ἡ διαφύλαξη ἀνωτέρων ἐννόμων ἀγαθῶν ἐν ὄψει ὁριακῶν καταστάσεων· στὴν μὲν μετάδοση τῶν ἐξοδευόντων, ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, στὴ δὲ κατάλυση, ἡ διαφύλαξη καὶ προστασία τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

[25] Λ. χ. θάνατος το Κληρικο κα μ παρξη λλου Κληρικο σ μεγάλη κτίνα π τ Ναὸ μὲ πρόσθετα στοιχεῖα ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν ἄμεση κατάλυση, λ. χ. ν ψει πολεμικς σύρραξης, πιδρομς λλοφύλων, βιαιοπραγιν κα καταστάσεων βαρβαρικς πίθεσης σεβν· θ μποροσαμε ν σχυριστομε τι Νας σ ατς τς περιπτώσεις πρέπει ν βρίσκεται σ ρημικ τοποθεσία νάλογη μ τν ρημικ τοποθεσία πο βρίσκεται σκητής.

[26] Ὅ. π., ὑπογραμμίσεις δικές μας. Οἱ προβλέψεις τοῦ ΣΤ΄ 101 ποὺ ἔμμεσα ἐπιτρέπουν τὴ λήψη τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέσῳ τῶν χειρῶν τῶν Λαϊκῶν, δὲν ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἀναφερθέντα, διότι προσεκτικότερη μελέτη τοῦ ΣΤ΄ 101 ἀποδεικνύει ὅτι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ πραγματικοῦ του ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐν πρώτοις ἐξέρχεται τοῦ ἁγίου Δίσκου καὶ τοῦ ἁγίου Ποτηρίου ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Κληρικοῦ, διότι αὐτὸς ἐπιτρέπεται νὰ τὰ ἀγγίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταδίδει τὰ Ἅγια, καὶ ἔπειτα δίδεται στὰ χέρια (τὸ ἅγιο Σῶμα) τοῦ Λαϊκοῦ ἡ Μοναχοῦ· ἡ ΜΕΤΑΔΟΣΗ δηλαδὴ γίνεται ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κληρικοῦ, ἐνῷ ἡ ΜΕΤΑΛΗΨΗ, κατὰ κάποιον τρόπο, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Λαϊκοῦ ἢ Μοναχοῦ. Ἑπομένως καὶ ἡ κατάλυση, ποὺ περιέχεται μέσα στὰ ἅγια Σκεύη δὲν δύναται νὰ γίνει ἀπὸ Λαϊκό, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ ἀγγίζει, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ αὐτομεταλαμβάνει ἐξ αὐτῶν τὴ Θεία Εὐχαριστία, σύμφωνα καὶ μὲ τὰ λεχθέντα περὶ τῶν Λαοδ. 21 καὶ 25.

[27] Μὲ κάποια ἐπιφύλαξη ἀποδεχόμαστε καὶ τὴ θέση τοῦ Γ. Γκαβαρδίνα, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της ἔργο, δ. δ., [Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη 4, διευθ. Ἀρχιμ. Γρηγόριος Παπαθωμᾶς] ἐκδ. Ἐπέκταση Κατερίνη 1998, σσ. 239 – 240, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ ἐπιτρεπτὸ στοὺς Λαϊκοὺς καὶ Μοναχοὺς τῆς αὐτομετάδοσης τῆς Θείας Εὑχαριστίας σὲ περιπτώσεις ἀνάγκης ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ σύντομο ἐπιτίμιο μικροῦ ἀφορισμοῦ (στέρησης Θείας Εὑχαριστίας) ποὺ προβλέπει ὁ Κανόνας σὲ περίπτωση παραβίασής του, δηλαδὴ τῆς μίας ἑβδομάδας. Προφανῶς θεωρεῖ ὅτι τὸ ἐπιτίμιο χωρεῖ καὶ στὶς καταστάσεις ἔκτακτης ανάγκης.

[28] Ρωμ. 12, 3.

[29] Ὅ. π., σ. 438, ὑπογραμμίσεις δικές μας.

[30] Ἐνδεικτικὰ παραπέμπουμε στὸν ἅγιο Κασσιανὸ τὸ Ῥωμαῖο, Πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Κάστορα περὶ τῶν ὀχτὼ λογισμῶν τῆς κακίας, Φιλοκαλία, τ. 1, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Φιλοκαλίας, στὸν 22ο λόγο τῆς Κλίμακας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, στὸν Ἀόρατο Πόλεμο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου.

[31] Παρόμοια διδάσκει καὶ τὸ Πηδάλιον, ἑρμηνεία στὸν ΣΤ΄ 58, σ. 271, ἑρμηνεύοντας τὴ φράση τοῦ καινοδιαθηκικοῦ Ρωμ. 12, 3 μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑψηλοφροσύνης.

[32] Βλ. σχετικὰ Π. Χριστινάκη, Θέματα κανονικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, τ. 1, ἐκδ. Συμμετρία, Ἀθήνα 1994, σσ. 93 – 118, Γ. Πουλῆ, Ἐκκλησιαστικό ποινικὸ δίκαιο, δοκιμὲς πολλαπλῆς ἀνάγνωσης, ἐκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 20082, σ. 21.

[33] Πρβλ. Λ. Φωτοπούλου (Πρωτοπρεσβυτέρου), Ἱεροί Κανόνες καί Κοσμικοί Νόμοι, Ἀθήνα 2010.

[34] Σχετικὰ βλ. τὴν ἀνάρτησή μας http://www.orthros.eu/index.php?option=com_content&;view=article&id=301%3A2011-09-29-12-07-18&catid=50%3A2011-04-05-10-54-49&Itemid=160&lang=el, εἰδικὰ τὶς ὑποσημειώσεις 29 ἕως 31.

[35] Σύστημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχύν αὐτοῦ, τ. 3, Τὸ ποινικὸν δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004 (ἀνατύπωση τῆς α΄ ἔκδ. τοῦ 1962), σσ. 652 – 658.

[36] «Πρὸς διατήρησιν τοῦ ἀλωβήτου τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς ἱερᾶς ὑποχρεώσεως κατά τε τὸν κοινωνικὸν βίον καὶ τὴν ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων, ὁ κανονικὸς νομοθέτης εἰσάγει τὸ μέτρον τῆς ψυχικῆς προστασίας καὶ ὀρθῆς ἐν παντὶ κατευθύνσεως τῶν τε ἀρχόντων καὶ τῶν ἀρχομένων μελῶν τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁρίζων κανονικὰς ὑπαγορεύσεις, διὰ τῆς ἀπαρεγκλίτου ἐφαρμογῆς τῶν ὁποίων κατὰ τὸν ἀρτιώτερον τρόπον ρυθμίζεται καὶ ὁ ἐπίζηλος τομεὺς οὗτος τοῦ κατὰ Χριστὸν βίου.» Π. Παναγιωτάκου, ὅ. π., σσ. 652 – 653.

[37] Πρβλ. τὴ φράση τοῦ ΣΤ΄ 58 «ὡς παρὰ τὰ διατεταγμένα ποιῶν».

[38] Γιὰ τὴ μέθοδο τῆς ἀναλογίας παραπέμπουμε στὴν ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα διεύθυνση τοῦ ἰστολογίου μας.

[39] Π. Παναγιωτάκου, ὅ. π., σσ. 666 – 667.

[40] Ὅ. π., σ. 667.