Γέροντας Παΐσιος : ἡ δίστομος ρομφαία, στρεφομένη καί φυλάττουσα τόν ὀρθόδοξο λαό.

Γράφτηκε από τον/την 'Eπισκόπου Ἀνδίδων κ. Χριστοφόρου.

[Συνέχεια Μέρος Β' - ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ]

(ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Πρωτοπρ. π. Ἰωάννου Φωτοπούλου). 

GPaisios2Πανικός ἔχει καταλάβει τά ἀντίχριστα, νεοταξικά κέντρα!

Μέ στόχο τόν ἀφανισμό τοῦ Ρωμαίϊκου οἱ δωσίλογοι καί προδότες ὅλων τῶν ἀποχρώσεων, ἀπό τήν ἄκρα δεξιά ὡς τήν ἄκρα ἀριστερά τῶν ἀριστεριστῶν καί ἀναρχικῶν, δυναστεύουν καί ἀπελπίζουν τόν ἑλληνικό λαό μέ πολυποίκιλα οἰκονομικά μέτρα, μέ τή βάρβαρη ἀστυνόμευση τῶν διαδηλώσεων, μέ τόν ἐξευτελισμό τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, μέ τήν ἀλλοίωση τῆς συνθέσεως τοῦ πληθυσμοῦ, μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Θράκης, μέ τό ρόλο μπαμπούλα πού δίνει στή «Χρυσή Αὐγή» κλπ., κλπ.-καθένας ἔχει τό ρόλο του. 

Κανείς δέν ὑπερασπίζεται αὐτόν τόν ἔρημο λαό πέραν μιᾶς πολιτικάντικης ρητορείας. Οἱ νεοταξίτες νοιώθουν σιγουριά στό καταστροφικό τους ἔργο.  Καί ξάφνου...ὀρθώνεται μιά ἀκαταμάχητη δύναμη πού σκεπάζει παρηγορεῖ ἐνισχύει τόν κάθε ἄνθρωπο, πού τοῦ δείχνει τό δρόμο μέσα στους ζοφερούς καιρούς μας.  Εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τοῦ πανσθενουργοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού ὁμιλεῖ διά τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου. Πλήθη λαοῦ ὄχι μόνο δέχονται θεραπεῖες προσκυνώντας στόν τάφο του,  ἀλλά οἱ διδαχές του μέ τήν γλυκύτητα καί τήν εὐθύτητα πού τίς διακρίνει γίνονται πυξίδα ἀσφαλής γιά τή ζωή ὅλων μας. Γίνονται παραμυθία καί ἐλπίδα, ὅπλο καί ἄγκυρα, τροφή καί δροσισμός.

 Ὅλη αὐτή ἡ ζῶσα παρουσία τοῦ π. Παΐσιου ἔχει πανικοβάλλει τό Σύστημα καί τά ὄργανά του φανέρωσαν τόν πανικό τους καί μέ τό ἀσεβές ἱστολόγιο, καί μέ τόν ἄνευ ὁρίων χλευασμό τοῦ ἁγίου Γέροντος  στά Ἐξάρχεια. Νομίζουν οἱ ἀφελεῖς ὅτι ἔτσι θά νικήσουν τήν Πίστη καί τήν Ελπίδα, τόν Χριστό καί τους Ἁγίους!  Πόσοι ἄραγε δέν ἀφυπνίστηκαν καί πλησίασαν τόν Γέροντα Παΐσιο μέ αὐτά τά καραγκιοζιλίκια !

Ἄς προσέξουν οἱ νεώτεροι ὅτι οἱ κατευθύνοντες τόν χλευασμό καί οἱ ὑπερασπιστές του  εἶναι ὥριμοι στήν ἠλικία- ἀκόμη καί ὁ γηραλέος Κουβέλης θά πάει μάρτυρας ὑπερασπίσεώς τους!- πράκτορες βεβαίως ξένων συμφερόντων, ἐμφανιζόμενοι στά νέα παιδιά ὡς δημοκράτες ἤ ἀναρχικοί, ἐπαναστάτες κατά τοῦ κατεστημένου, στήν πραγματικότητα ριζοσπάστες τῆς ριζωμένης στήν καρδιά τοῦ ἕλληνα ὀρθοδόξου ζωντανῆς παραδόσεως γιά νά τόν ἀφήσουν ἔρημο, ἀνήμπορο, ἔρμαιο καί ὑποχείριο  τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων  καί τῆς Νέας ἐποχῆς. 

 Τό δυνατότερο ἀντίδοτο στό φαρμάκι πού μᾶς ποτίζουν εἶναι ὁ Κύριος μας καί οἱ Ἅγιοί του. Γι΄αὐτό παραθέτουμε κείμενο πού μᾶς παρέδωσε ὁ Θεοφιλεστατος Ἐπίσκοπος Ἀνδίδων κ. Χριστοφόρος πού ἀφορᾶ τή γνωριμία του μέ τόν Γέροντα Παΐσιο. Άναμνήσεις ἀπό τήν ἐπικοινωνία μαζί του καί τή διδασκαλία του.

 

Τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀνδίδων κ. Χριστοφόρου

Ἡ γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη

 

Α΄Μέρος

GPaisios1 Τό καλοκαίρι τοῦ 2010 βρέθηκα προσκυνητής στό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό ὅπου μετά ἀπό πρόσκληση ἦλθα στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καί ἐχοροστάτησα στήν ἱερά ἀγρυπνία τῆς Ἁγίας Θεοπρομήτορος Ἄννης. Ἐκεῖ δέχθηκα καί τήν παράκληση τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου νά καταγράψω ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπό τήν πολυετῆ ἀναστροφή μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον, ὥστε νά διασωθοῦν ἐκ τῆς λήθης τοῦ χρόνου, πρός ὠφέλειαν τῶν πιστῶν.

Πράγματι, εἶχα τήν εὐλογία νά ἐπικοινωνῶ κατά καιρούς μέ τόν Γέροντα ἐπί τριανταπέντε χρόνια (1959-1994) προσωπικῶς ἤ δι’ἀλληλογραφίας.  Καί παραμένει ζωηρή στήν μνήμη μου ἡ μετ΄αὐτοῦ ἀναστροφή, ἡ ἀσκητική ζωή καί ὁ διδακτικός του λόγος, μέρος τοῦ ὁποίου διετήρησα σέ σημειώσεις.

Δύο ἦσαν κυρίως οἱ τόποι τῶν τακτικῶν μου συναντήσεων μέ τόν Γέροντα, ἡ Κόνιτσα καί τό Ἅγιον Ὄρος, εἴτε ὡς προσκυνητής εἴτε ὡς ἐκπαιδευτικός στήν Ἀθωνιάδα Σχολή καί τέλος στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης.

 

Α΄  ΚΟΝΙΤΣΑ (1959-1962)

Τόν Σεπτέμβριο 1959 τό Ὑπουργεῖο Παιδείας μέ διώρισε ὡς θεολόγον-ἐκπαιδευτικόν στό Γυμνάσιο Κονίτσης, ὅπου ἐδίδαξα τά σχολικά ἔτη 1959-1963.  Ἐκεῖ ἐπληροφορήθηκα ὅτι ὁ π. Παΐσιος ἐμόναζε στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Στομίου, ἕνα ἱστορικό μοναστήρι στίς πλαγιές τῆς Πίνδου, τό ὁποῖον ὁ Γέροντας μέ πολλή φροντίδα ἀνακαίνισε, ὥστε νά εἶναι λειτουργικό. Ὁ ἴδιος ἐγνώριζε τήν ξυλουργική, ὁπότε κατασκεύασε καινούργια παράθυρα, πόρτες, καί ἐτοποθέτησε πλάκες στό δάπεδο τοῦ Καθολικοῦ, τίς ὁποῖες μάλιστα μετέφεραν οἱ Κονιτσιῶτες μέ πολλή προθυμία ἀπό τήν Γέφυρα τῆς Κονίτσης στό Μοναστήρι.  Ἔξω ἀπό τήν μάνδρα τοῦ μοναστηριοῦ καλλιεργοῦσε ἕναν μικρό κῆπο, ἀλλά παρεπονεῖτο ὅτι οἱ ἀρκοῦδες ἀπό τήν Πίνδο τοῦ ἔκαναν ζημιές.

Ἐκεῖ ὁ Γέροντας ἀσκήτευε αὐστηρά.  Μετά τήν κοπιώδη ἐργασία τῆς ἡμέρας ἀκολουθοῦσε ἡ ἀγρυπνία στήν ἐκκλησία.  Κάποτε, μοῦ ἔλεγε ὅτι ἄκουσε κτύπους στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας.  Ἄνοιξε καί εἶδε ἕναν σκύλο μέ κόκκινα μάτια.  Προφανῶς ἦταν κάτι δαιμονικό.  Ὁ μοναχός τοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἐξαφανίστηκε.

Στό Μοναστήρι τοῦ Στομίου πήγαινα τακτικά μέ τόν μακαρίτη καί εὐλαβῆ ἱερέα π. Δημήτριο Μάνθο, ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κάτω Κονίτσης, ὅπου τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία μέ διακονητή καί ψάλτη τόν π. Παΐσιο, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια μᾶς προσέφερε καφέ καί μᾶς συντρόφευε μέ τόν χαριτωμένο λόγο του.

Κατοικία μου στήν Κόνιτσα ἦταν ἕνα παλαιό ἀρχοντικό, πατρικό τῶν ἀδελφῶν Παναγιώτη καί Κωνσταντίνου Παπαδημούλη, πού ἔμεναν στήν Ἀθήνα, καί εἶχαν ἀναθέσει τήν φροντίδα του στούς ἠλικιωμένους κ. Μιχάλη καί κ. Ἀναστασία.  Ὅλοι ἤδη εἶναι κεκοιμημένοι.  Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τους.  Ἐκεῖ μοῦ παρεχώρησαν ἕνα δωμάτιο γιά τή διαμονή μου.  Στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ ὑπάρχει καί σήμερα ἕνα ἐκκλησάκι ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Γεώργιο, τόν Νεομάρτυρα, τόν ἐξ Ἰωαννίνων, μέ πολλές εἰκόνες, μεγαλύτερη τῶν ὁποίων ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μέ φουστανέλλα, γιλέκο καί φέσι.  Ὅταν λοιπόν ὁ π. Παΐσιος ἐρχόταν στήν Κόνιτσα γιά δουλειές τοῦ Μοναστηριοῦ, διανυκτέρευε καί σ΄αὐτό τό έκκλησάκι.  Κρατοῦσε ἕνα κερί καί διάβαζε τήν ἱερή ἀκολουθία.  Ἔτσι τόν εὕρισκε ἡ κ. Ἀναστασία, ὅταν διακριτικά τόν ρωτοῦσε ἄν ἤθελε ἕνα τσαΐ. Ἡ ἴδια εἶχε φροντίσει νά ὑπάρχῃ ἕνα μαγκάλι, γιά νά ζεσταίνεται ὁ χῶρος.

Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καί Κονίτσης ἀείμνηστος Χριστοφόρος φρόντιζε τόν π. Παΐσιο, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε ἐξουσιοδοτήσει τό παντοπωλεῖο τοῦ κ. Παναγιωτίδη, νά δίνη στόν Γέροντα ὅ,τι χρειαζόταν μέ χρέωση τῆς Μητροπόλεως.

Ἕνα βράδυ εἴχαμε δεῖπνο στήν Μητρόπολη.  Ἦταν ἐκεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, ὁ π. Θεόδωρος Μπεράτης, ἱεροκήρυκας, ὁ π. Παΐσιος καί ὁ γράφων. «Φάγε, Παΐσιε», τοῦ ἔλεγε ὁ δεσπότης, ὅταν τόν ἔβλεπε νά ἀρκῆται σέ ὀλίγα.  Ὅταν τελειώσαμε καί ἡ ὥρα ἦταν περασμένη, ὁ Σεβασμιώτατος ἐπρότεινε στόν π. Παΐσιο νά διανυκτερεύσῃ στήν Μητρόπολη.  Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεχώρησε μέ διάκριση.  Ποῦ πῆγε μέσα στήν νύκτα;  Ὁ κ. Κώστας, νεωκόρος τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἁγίου Νικολάου, πού ἀνέβαινε ἀργά τόν δρόμο ἀπό τήν πλατεῖα πρός τήν κατοικία του, εἶδε ἕνα φῶς στήν ἐκκλησία τῆς Ἀναλήψεως τοῦ νεκροταφείου.  Κοίταξε ἀπό τό τζάμι τοῦ παραθύρου καί εἶδε μέσα τόν π. Παΐσιο ὄρθιο μέ ἕνα κερί νά ἀγρυπνῇ. Ἐκεῖ εἶχε καταφύγει ὁ Γέροντας ἀναχωρώντας ἀπό τήν Μητρόπολη.

Στά θέματα τῆς πίστεως ἦταν πολύ αὐστηρός.  Στήν Κόνιτσα ὑπῆρχε μιά ὁμάδα Προτεσταντῶν μέ εὐκτήριο οἶκο. ἔξω ἀπό τόν ὁποῖον εἶχαν μιά σχετική ἐπιγραφή.  Ὁ π. Παΐσιος πῆγε καί τήν κατέστρεψε.  Ἔκανε καί ἄλλες προσπάθειες, ὥστε αὐτοί οἱ αἱρετικοί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Νά σημειώσω ἀκόμη ὅτι τά χρόνια ἐκεῖνα ὁ Γέροντας ἐμερίμνησε γιά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου ἀπό τήν Κέρκυρα.

 Στήν Ἱερά Μονή Στομίου ἔμεινε ὁ Γέροντας τέσσερα χρόνια, ἀπό τό 1958 ἕως τό 1962, ὁπότε καί ἀνεχώρησε.  Εἶχα ἀκούσει ὅτι ὁ Σιναΐτης ἱερομόναχος Δαμιανός,  σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος  τοῦ Σινᾶ, τόν εἶχε ἐπισκεφθῇ στό Μοναστήρι τοῦ Στομίου καί τόν προσεκάλεσε νά μεταβῇ στό Σινᾶ, καί ἔτσι ὁ Γερόντας Παΐσιος ἄρχισε μία νέα περίοδο ἀσκήσεως στό Θεοβάδιστο Ὄρος.

GPaisiosTaf1Πολύ λυπήθηκα γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τήν Κόνιτσα, ὅπου ὑπηρέτησα στό Γυμνάσιο ἀκόμη ἕναν χρόνο, μέχρι τόν Ἰούνιο 1963, ὁπότε μετατέθηκα στό Γυμνάσιο Αἰγίνης καί στήν συνέχεια σέ ἄλλα σχολεῖα.

Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τό Σινᾶ στό Ἅγιο Ὄρος τό 1964.

Πέρασαν τά χρόνια καί βρέθηκα πάλι μέ τόν Γέροντα τό Πάσχα 1969 στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐπῆγα προσκυνητής ἀπό 31 Μαρτίου μέχρι 13 Ἀπριλίου 1969, πασχαλινή περίοδο. Τήν περίοδο αὐτή μέ δέχθηκε ἐπανειλημμένως, εἶχα μάλιστα τήν πρόνοια καί κράτησα σημειώσεις, ὅπως ἀκριβῶς ἀκολουθοῦν :

-Μή φοβώμαστε τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ

- Νά κάνουμε συντροφιά μέ ὅσους συμφωνοῦμε.  Μήν μπλεκώμαστε στά ἴδια γρανάζια μέ τούς ἄλλους.  Ἄν ὑποχρεωτικῶς π.χ. στήν ὑπηρεσία μας, συναναστρεφώμαστε μέ συναδέλφους, μέ τούς ὁποίους δέν συμφωνοῦμε, οἱ σχέσεις μας νά εἶναι τυπικές.

- Νά εἴμαστε αὐστηροί στόν ἑαυτό μας καί ἐπιεικεῖς στούς ἄλλους.

- Αὐτοί πού δοκιμάζουν τίς ἡδονές τῆς ζωῆς τρῶνε μπανανόφυλλα, ἐνῷ οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι τρῶνε ὁλόκληρη τήν οὐσία τῆς μπανάνας.

- Μερικοί κληρικοί νομίζουν ὅτι ἀπό αὐτούς ἐξαρτᾶται ἡ βελτίωση, ἡ πρόοδος, ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων.  Θεωροῦν ὅτι τά βιβλία, τά περιοδικά, οἱ συγκεντρώσεις, εἶναι τά κύρια βοηθητικά στή σωτηρία.  Π.χ.  διαφωτίζουν τόν λαό ὅτι εἶναι κακό ὁ καρνάβαλος, ἀλλά δέν ἀρκοῦνται σ’αὐτό. Προχωροῦν καί στήν διοργάνωση συλλαλητηρίων γιά τήν ματαίωση τοῦ καρνάβαλου. Λησμονοῦν τόν Θεό.  Δέν ὑπολογίζουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού ὅταν θελήσῃ, θά διαλύσῃ τόν καρνάβαλο. Ἀντίθετα ὁδηγούμεθα στήν ἀπιστία. Οἱ διάφορες χριστιανικές ὀργανώσεις δίνουν στούς Χριστιανούς ὁδηγίες καλῆς συμπεριφορᾶς, νά προσέχουν τίς ἐξωτερικές καλές ἐκδηλώσεις καί δέν καλλιεργοῦν τό βάθος, τόν ἔσω ἄνθρωπο πατερικῶς. Δίνουν ἀσπιρίνες, δέν θεραπεύουν τίς πληγές ριζικῶς.

- Ἕνας ἀνάξιος μπορεῖ να γίνῃ κληρικός, νά καταλάβῃ θέσεις, νά γίνῃ Πατριάρχης Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἀλλά τό θέμα εἶναι ποῦ βρίσκεται ἡ πνευματική πρόοδός του; Ποιό θά εἶναι τό τέλος του; Διότι ὁ διάβολος ἀνεβάζει κάποιον μέχρι τοῦ οὐρανοῦ καί ἀπ’ἐκεῖ τοῦ δίνει μιά καί τόν κατεβάζει στήν καταστροφή.

- Κάθε ἐμπόδιο εἶναι καλό.  Νά εὐχαριστοῦμε ἐκείνους πού μᾶς ἐλέγχουν, διότι μᾶς βοηθοῦν νά διορθωθοῦμε, ἐνῷ οἱ φίλοι μας μᾶς ἐπαινοῦν καί δέν βοηθοῦν στήν ἐκρίζωση τῶν παθῶν.

- Νά παίρνουμε ἀπό δεξιά τίς διάφορες κακοτυχίες καί νά δίνουμε σ’αὐτές ἀγαθό νόημα.  Κάτι θά ἔχουν νά μᾶς διδάξουν.  Π.χ. πέφτει μιά πέτρα στό δεξί μας πόδι.  Τότε πρέπει νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, γιατί δέν μᾶς ἔσπασε καί τά δύο πόδια.

- Μερικοί λένε: «Δέν ἁμαρτάνω, γιά νά μήν πάω στήν κόλαση» ἤ «Κάνω καλά ἔργα γιά νά πάω στόν Παράδεισο».  Ἀλλοίμονο ἄν σκεπτώμαστε ἔτσι.  Ἀντίθετα, νά λέμε : «Ἀποφεύγω τήν ἁμαρτία, γιά νά μή πληγώσω τόν Θεό.  Κάνω τό καλό, γιά νά εὐχαριστῆται ὁ Θεός.  Δέν θέλω νά πάω στήν κόλαση, γιά νά μήν λυπήσω τόν Θεό».

- Ἕνας κῆπος ἔχει πολλά λουλούδια, καποιο ὅμως εὐδοκιμεῖ περισσότερο.  Ἔτσι καί κάθε Χριστιανός ἔχει διάφορα στοιχεῖα π.χ. τῆς ἀφιερώσεως, τοῦ ἐγγάμου βίου κλ. Ὁ ὑπεύθυνος πνευματικός πού γνωρίζει τήν ψυχή θά ἐπισημάνῃ τό στοιχεῖο πού κατά τήν γνώμη του θά εὐδοκιμήσῃ.  Αὐτό πρέπει νά ἀκολουθήσῃ μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν πνευματικό.  Ἄν ἐκεῖνος ἔκανε λάθος στήν ἐκλογή τοῦ κατάλληλου στοιχείου, τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά ἐπισκιάσῃ τόν δοῦλο Του, ἀφοῦ ἡ διάθεσή του εἶναι ἀγαθή.

- Μήν κατακρίνουμε εὔκολα τούς ἀνθρώπους.  ὁ Θεός κρίνει μέ ἄλλο μέτρο τούς ἀνθρώπους.  Καί δίκαια ὁ Κύριος εἶπε : «Μή κρίνετε κατ΄ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε»[1].  Βλέπεις τόν ἄλλον νά κτυπᾶ; Τότε νά σκέπτεσαι ὅτι εὐτυχῶς πού συγκράτησε τήν ὀργή του καί δέν ἔφθασε στόν φόνο.  Διότι δέν ξέρεις μέ ποιές κληρονομικές καταβολές ἔδρασε ὁ ἔνοχος.

- Ὁ Θεός κρίνει τήν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου.  Ἄν ἕνας σκεφθῇ «ἐγώ θά ἁμαρτάνω σέ ὁλόκληρη τή ζωή μου καί στό τέλος θά μετανοιώσω», τότε αὐτός ποτέ δέν θά συγχωρηθῇ, ἔστω καί ἄν ἔκανε λιγώτερες ἁμαρτίες ἀπό ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν διάθεση νά ἐπιστρέψῃ στόν Θεό, ἁμαρτάνει καί σηκώνεται συνεχῶς.  Ὁ δεύτερος στό τέλος θά συγχωρηθῇ, ὁ πρῶτος ὄχι.

- Ὁ ἀληθινός μοναχός σκέπτεται ὅτι εἶναι ἀθλιώτερος παντός ἁμαρτωλοῦ, πού εἶναι ἴσως κακός, διότι δέν ἐγνώρισε τό μέγεθος τοῦ κακοῦ καί ἐν ἀγνοίᾳ του τό πράττει, ἐνῷ ὁ μοναχός τί θά ἔχῃ νά ἀπολογηθῇ, ἀφοῦ ἐγνώρισε τό ἀγαθό καί δέν τό ἐτήρησε; Γι’ αὐτό θά δοῦμε ἐκπλήξεις στήν ἄλλη ζωή.

- Ἔστω καί ἄν ζοῦμε στόν κόσμο, εἶναι ἀνάγκη νά ἀφιερώνουμε μία ὥρα τήν ἡμέρα γιά τήν πνευματική μας περισυλλογή.  Στό Ἅγιον Ὄρος ἀκοῦς ψαλμωδίες καί βλέπεις ἅγιες εἰκόνες.  Ἐνῷ στόν κόσμο ἀκοῦς τραγούδια καί βλέπεις τό Ρομάντζο[2].  Ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα στό Ὄρος βοηθάει, γι΄ αὐτό καί ἕνας κακός λογισμός καταδικάζεται ἀπό τόν Θεό περισσότερο ἀπό τά βαρειά παραπτώματα τῶν κοσμικῶν στόν κόσμο.

- Ἄν ἕνας ὑποτακτικός μου κάνῃ ἀπό φόβο ὅ, τι τοῦ λέγω, τότε ὁ Θεός δέν θά τόν ἀμείψῃ, διότι τά ἀγαθά ἔργα δέν εἶναι δικά του.  Καί τούς μαθητές μας μήν τούς καταπιέζουμε. Θά τούς διαφωτίσουμε μόνον.  Ἔπειτα θά σεβαστοῦμε τό αὐτεξούσιον.  Ἄν τούς πιέσουμε, θά ὑποκριθοῦν καί θά τό πράξουν.  Ὅταν ὅμως ξεφύγουν ἀπό τήν δικαιοδοσία μας, τότε θά ξεσπάσουν καί θά κάνουν τά χειρότερα.

- Άνάλογα μέ τό τί εἴμαστε, προσφέρουμε.  Βλέπεις μία ὡραία μαθήτρια, σεμνή, πνευματική. Αὐτή σέ ἐμπνέει καί δέν πάει τό μυαλό σου στό κακό, διότι ἔχει θεία Χάρη.  Ἀντίθετα μία ἔστω κακομούτσουνη, ἄσχημη, σέ προκαλεῖ στό κακό, διότι ἔχει κακία καί ἁμαρτία ἐπάνω της.  Ὅ,τι ἔχει κανείς δίνει.

- Ἡ θεολογία δυσυχῶς ἐξετάζει πολές φορές τό περίβλημα τῆς Πίστεώς μας καί τῶν Μυστηρίων, καί ἀγνοεῖ τήν θεία Χάρη, πού ἐπιδρᾶ διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων.  Ἐνδιαφέρεται γιά τό χρυσό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου, ἐνῷ δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ ἐξώφυλλου, ἀλλά τοῦ περιεχομένου.

- «Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν»[3].  Στήν ἄλλη ζωή θά πάρουμε ὁ καθένας τή θέσητου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀνάλογα μέ τό πῶς ἔχουμε προετοιμάσει τόν ἑαυτό μας. Δέν θά μᾶς τοποθετήσῃ ὁ Θεός σέ ἀνάλογες θέσεις, ἀλλά ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Καί θά εἴμαστε ὅλοι ἱκανοποιημένοι.

Στό στάδιο, πού γίνονται ἀγῶνες, δεξιά καί ἀριστερά ὑπάρχουν κερκίδες.  Ὅσοι κάθονται στίς πρῶτες κερκίδες βλέπουν καλύτερα, οἱ παραπάνω βλέπουν καί αὐτοί, ὄχι ὅμως τόσο καλά, ὅπως οἱ πρῶτοι.  Αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τό εἰσιτήριο πού πλήρωσε καθένας.  Ἀκριβό εἰσιτήριο, πρῶτες θέσεις, φθηνό εἰσιτήριο τελευταῖες θέσεις.  Ὅλοι ὅμως θά βλέπουν, χωρίς καθένας νά ξέρῃ πῶς βλέπει ὁ ἄλλος.  Καθένας δοκιμάζει τήν δική του διόπτρα.  Καί ἀφοῦ ἱκανοποιεῖται μ΄αὐτήν, τοῦ εἶναι ἀρκετό.  Ἄλλος θά ἱκανοποιηθῇ μέ καλύτερη διόπτρα.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν κλήση του καί τήν κλίση του.   Μή στραγγαλίζουμε τίς κλήσεις τοῦ Θεοῦ.  Ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν καθέννα μας ἀναλόγως τῆς θέσεώς του, ἄν ἐξετέλεσε καλῶς τά καθήκοντά του ὡς μοναχός, ὡς δάσκαλος, ὡς κληρικός, ὡς οἰκογενειάρχης κ.λ.π.  Δέν θά ἐλέγξῃ ἄν ἔγινες οἰκογενειάρχης καί ὄχι μοναχός˙ θά κρίνῃ τήν διάθεση καθενός.  Ἄν ἔπραξε καλῶς τά καθήκοντά του στήν θέση πού τόν ἔταξε.

Ἄλλοτε ὁ Γέροντας ἔλεγε, ὅταν λόγω τῆς στρατιωτικῆς του θητείας δέν μποροῦσε νά ἐκκλησιασθῇ, πόση χαρά αἰσθάνθηκε, ὄταν σέ ἕνα ταξίδι (νομίζω ἀπό τήν Κόνιτσα στήν Ἀθήνα) συνάντησε μία Ἐκκλησία, πού εἶχε ἀκολουθία (νομίζω τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας).  Μπῆκε μέσα καί εἶπε: «Θεέ μου, πῶς κατάντησα!».

Μέρος Β,  Ἅγιον Ὄρος ,(1975-1990)

GPaisios3Τό ἔτος 1975 τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, κατόπιν αἰτήσεώς μου, μέ ἀπέσπασε ἀπό ἕνα σχολεῖο τῶν Ἀθηνῶν στήν Ἀθωνιάδα Ἐκκλησιαστική Σχολή, στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ὑπηρέτησα ἐπί ὀκτώ σχολικά ἔτη κατά περιόδους μεταξύ τῶν ἐτῶν 1975-1990.

            Τότε ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀσκήτευε στό Κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάτω ἀπό τίς Καρυές, στόν δρόμο πρός τήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα. Στήν συνέχεια ἀσκήτεψε στό Κελλί τῆς Παναγούδας, στήν Σκήτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου.  Μάλιστα στόν δρόμο ἀπό τίς Καρυές πρός τό Κελλί εἶχε τοποθετήσει πινακίδες στά δένδρα, ὥστε νά διευκολύνωνται οἱ προσκυνητές καί νά μήν ἐνοχλοῦν τά ἄλλα Κελλιά. Πολλοί ἄνθρωποι κάθε ἠλικίας κατηφόριζαν γιά νά ἐπισκεφθοῦν τόν Γέροντα. Καί ἐκεῖνος τούς ἐδέχετο πάντα μέ καλωσύνη, χαμογελαστός μέ τό ὄμορφο χιοῦμορ του, μέ τό κέρασμά του καί τό κρύο νερό, πού, καί ἄν δέν ἦταν ἐκεῖ, τό εὕρισκαν πάντοτε ἔξω ἀπό τά κάγκελα τοῦ Κελλιοῦ.

            Στίς μεγάλες ἀγρυπνίες πήγαινε στήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου. Ὅταν ἕνα γειτονικό Κελλί εἶχε ἀγρυπνία, πήγαινε νά συμπροσευχηθῇ.

            Ἔλεγε ὅτι κάποτε πῆγε σέ ἕνα Κελλί γιά τήν ἱερή Ἀκολουθία, ἀλλά ἔκανε κρύο καί σκεπτόταν πότε θά τελειώσῃ, γιά νά ἐπιστρέψῃ στό Κελλί του.  Ὅταν ὅμως κοινώνησε, αἰσθάνθηκε μία ζέστη μέσα του, πού μεγάλωνε σιγά-σιγά, ὅπως στήν ἠλεκτρική σόμπα ἀρχίζουν καί κοκκινίζουν τά σύρματα σιγά-σιγά.

            Κάποτε κυκλοφοροῦσε στό Ἅγιον Ὄρος ἕνας νέος πού εἶχε ἔρθει ἀπό τό Θιβέτ, γνώστης τῶν μαγικῶν τεχνῶν.  Πῆγε καί στόν π. Παΐσιο καί, γιά νά δείξῃ τήν δύναμή του, ἔκανε κάτι σχήματα, εἶπε καί κάποιες λέξεις μπροστά σέ μία πέτρα, ἡ ὁποία διαλύθηκε.  Τότε ὁ Γέροντας ἐσταύρωσε μία ἄλλη πέτρα καί τόν κάλεσε νά τήν διαλύσῃ, ἀλλά δέν μπόρεσε.  Τότε οἱ δαίμονες ἔσπρωξαν καί πέταξαν τόν νέο σέ μία ἀπόσταση, ἀπό ὅπου καί ὁ Γέροντας τόν συμμάζεψε.

            -Ἄλλοτε μοῦ ἔλεγε ὅτι τόν εἶχε ἐπισκεφθῇ ἕνας νέος μέ πολλές ἀνησυχίες καί ἀπασχόλησε πολλή ὥρα τόν Γέροντα, πού ὑπέφερε ἀπό τήν κήλη του.  Ἔκανε ὅμως ὑπομονή.  Δέν ἤθελε νά τόν ἀπομακρύνῃ, ὅπως ἔκανε σέ κάθε περίπτωση, διότι συνέπασχε μέ τούς ἀνθρώπους.

            - Πολλοί κατέφευγαν στόν Γέροντα, νά τοῦ ἐκθέσουν τά ποικίλα προβλήματά τους καί νά τοῦ ἐμπιστεύωνται τά κρύφια τῆς καρδίας τους, σχεδόν ἐξομολογοῦντο.  Ὁ Γέροντας ὅμως τούς ἔστελνε σέ ἀνάλογες περιπτώσεις νά ἐξομολογηθοῦν στόν ἱερομόναχο π. Νικόδημο, ἕναν ἐνάρετο ἁγιορείτη, πού ἀσκήτευε σέ ἕνα Κελλί σέ μικρή ἀπόσταση.

            - Ἄλλοτε τόν ἄκουσα νά παραπονῆται ὅτι οἱ ζηλωτές τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἔχει καταθέσεις στίς Τράπεζες.

            - Στό Μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου ἤ ὅπου ἀλλοῦ πήγαινε τίς μεγάλες Ἑορτές, εὕρισκε ἕνα στασίδι στό τέλος τοῦ ναοῦ καί, ὅταν τοῦ ἔλεγαν «περάστε ἐμπρός Γέροντα», ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε «ἐδῶ εἶναι φθηνό τό εἰσιτήριο».

            - Ἕνα πρωΐ εἶχα ἐπισκεφθῇ τόν Γέροντα στό Κελλί του τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.  Μετά τή συζήτηση ἔφθασε τό μεσημέρι καί μοῦ εἶπε : «Κάθησε νά σέ φιλέψω».  Ἐκεῖ σέ ἕνα κούτσουρο στήν αὐλή ἔφερε ἕνα τσίγκινο πιάτο μέ ντομάτες, ἕνα ἄλλο μέ παξιμάδια καί ἕνα ποτήρι νερό.  «Τώρα» μοῦ εἶπε «θά βάζῃς τά παξιμάδια στό νερό.  Ἀλλά σήμερα ἔχω καί κάτι καλύτερο».  Ἔφερε μία κονσέρβα, σαρδέλλες πλακέ, πού ἀνοίγουν μέ κλειδί ἀπό ἐπάνω.  Δέν θυμᾶμαι ἄν ἦταν τύπου Lucas.  Κατόπιν λέγει : «Τώρα θά ξεκουραστῆς».  Σέ ἕνα μικρό δωμάτιο ἦταν σανίδες ἐπάνω σέ στηρίγματα καί μία κουρελοῦ στρωμένη.  Ἐκεῖ ἀναπαύθηκα λίγο, μέχρι πού ἦρθε ἡ  ὥρα νά ἀναχωρήσω, νά βαδίσω πρός τόν δημόσιο δρόμο ἐπάνω, διότι τό Κελλί ἦταν σέ χαμηλότερο ἐπίπεδο.  Ὁπότε λέγει : «Θά σέ συνοδεύω ἐπάνω μέχρι τό πρακτορεῖο!».

            - Θυμᾶμαι ἕναν μαθητή μέ ὀλίγον περιορισμένη νοημοσύνη, ἀτημέλητον, ὑστεροῦντα στά γράμματα, πού περιφρονεῖτο ἀπό πολλούς, ἐταξίδευε μέ τό πλοῖο ἀπό Δάφνη στήν Οὐρανούπολη. Γύρω του πολλοί καί ἐπώνυμοι.  Τότε εἶδα τόν π. Παΐσιο, πού πῆγε κατ΄εὐθεῖαν καί κάθησε δίπλα ἀπό αὐτό τό περιφρονημένο παιδί.  Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. 

 

Οἱ πιό κάτω σημειώσεις εἶναι ἀπό τήν συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα τήν 9η Μαρτίου 1984.

Ὁ ἐγωϊστής πού στέκεται ψηλά θά πέσῃ ἀπότομα καί θά ταπεινωθῇ παραδειγματικά.

Ὁ ταπεινός πού θά πῆ «τί ἑωσφορικό ἐγωϊσμό ἔχω, Θεέ μου», καί πιστεύει στήν ἁμαρτωλότητά του, αὐτός θά πέσῃ μαλακά βασταζόμενος στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εὐλάβεια πού εἶναι ὄχι ἀληθινή, γίνεται βλάβη στόν ἄνθρωπο.

GPaisiosPan1Ἀκόμη τοῦ διηγήθηκα τό ἑξῆς περιστατικό : «Ἐδίδασκα σέ ἕνα νυκτερινό Γυμνάσιο καί ἕνα βράδυ μετά τά μαθήματα πῆγα στήν στάση τοῦ λεωφορείου μαζί μέ ἕναν ἄλλον καθηγητή μαθηματικῶν.  Στεκόμασταν περιμένοντας τό λεωφορεῖο, ἐνῶ ἔπεφτε ψιλή βροχή.  Τότε ὁ καθηγητής μοῦ εἶπε : “Τέτοια ἦταν ἡ βραδιά, ὅταν σκότωσα ἕναν ἄνθρωπο„.  Ὁπότε ξαφνιάστηκα καί τόν ρώτησα ἄν τό ἔχῃ ἐξομολογηθῇ αὐτό.  Μοῦ ἀπάντησε ἀρνητικά καί συνέχισε : “Ἤμουν αἰχμάλωτος τῶν Γερμανῶν στήν γερμανική κατοχή ἐκεῖ στό στρατόπεδο τοῦ Χαϊδαρίου.  Ἀπό τό παράθυρο ἑνός ὀρόφου εἶδα κάτω τόν Γερμανό φρουρό, ὁπότε πήδησα, ἔπεσα πάνω του, τόν σκότωσα μέ τό ὅπλο του, φόρεσα τήν στολή του καί ἔφυγα„.  Τοῦ συνέστησα βέβαια τήν ἀνάγκη τῆς ἐξομολογήσεως.  Μετά τήν συνάντηση αὐτή καί τήν ὁμολογία, αὐτός ὁ καθηγητής ταξίδευε ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Θεσσαλονίκη.  Τό λεωφορεῖο σταμάτησε γιά μιά ξεκούραση τῶν ἐπιβατῶν σέ ἕνα κέντρο κοντά στήν Ἀλαμάνα.  Στό parking τοῦ κέντρου ἦταν σταματημένα μερικά φορτηγά κοντά σέ ἕναν τοῖχο.  Ὁ καθηγητής πῆγε πίσω ἀπό ἕνα φορτηγό καί στράφηκε πρός τόν τοῖχο γιά τήν ἀνάγκη του.  Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ὁδηγός τοῦ φορτηγοῦ, χωρίς νά ἀντιληφθῇ τόν ἄνθρωπο, μέ τό ξεκίνημα, ἔκανε πίσω τό φορτηγό καί συνέθλιψε τόν ἄνθρωπο ἐπάνω στόν τοῖχο».  Μετά τήν διήγηση αὐτήν ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε : «Οἱ φυσικοί νόμοι λειτουργοῦν ἄτεγκτοι, οἱ πνευματικοί νόμοι λειτουργοῦν διαφορετικά.  Στήν περίπτωση τοῦ καθηγητοῦ οἱ πνευματικοί νόμοι λειτούργησαν γιά ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου.  Ὁ Θεός τόν ἀγάπησε καί τόν πῆρε αἰφνιδίως καί βίαια σέ ἀνταπόδοση τῆς βιαίας ἐνέργειάς του».  Καί μοῦ συνέστησε νά ἐμπιστευθῶ τό γεγονός σέ ἕναν πνευματικό.  Δέν ἤμουν ἀκόμη κληρικός.

Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικό πράγμα στόν ἄνθρωπο.  Εἶναι ἡ ἀξιοπρέπειά του.  Ἀλλά δέν πρέπει νά μεταβάλλεται σέ ἁμαρτωλή ὑπερηφάνεια, σέ ἐγωϊσμό.

Γιά νά γίνη ἱερό τό λείψανο τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν πεθάνῃ, θά πρέπει νά γίνη λείψανο, πρίν πεθάνῃ.

Ὁ διάβολος κάνει διάφορους συνδυασμούς γιά τίς κινήσεις τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ταλαιπωρῆ τή σκέψη μας.

Ἀπό τή συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα τήν 30η Μαρτίου 1984  κράτησα τίς ἀκόλουθες σημειώσεις :

Ὅσοι ἁγιορεῖτες εχουν ἔρθει στό Ὄρος ἀπό μικροί, νευριάζουν ἤ ἔχουν πονηρία σάν τά μικρά ἀθῶα παιδιά.  Τούς περνᾶ εὔκολα.  Κάποτε προσβάλλουν, χωρίς νά τό καταλάβουν.  Σ΄αὐτούς πρέπει νά κάνουμε οἰκονομία.  Οἱ νεώτεροι ἁγιορεῖτες ἔχουν ἐπιστημονική πονηρία.

Ὅταν κάποιος θέλῃ νά διορθώσῃ ἕνα σφάλμα, νά τόν βοηθοῦμε.  Εἶναι καί αὐτός ἄνθρωπος μέ ἀδυναμίες.

Εἶσαι πολύ εὐαίσθητος καί προσέχεις πολύ λεπτομέρειες πού δέν ἔχουν σημασία.  Εἶναι καλό ἡ εὐαισθησία, ἀλλά κάποτε τήν χρησιμοποιεῖ  ὁ πονηρός γιά νά σοῦ δημιουργεῖ ἀνώμαλες καταστάσεις.  Θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό αὐτά, ὅταν βάλῃς τά μαῦρα.

Καί πράγματι χειροτονήθηκα μετά ἀπό δύο χρόνια.

Εἶναι μερικοί ἄνθρωποι πού δύσκολα συναναστρέφονται μέ ἄλλους ἀνθρώπους.  Γνωρίζω ἕναν ἅγιο μοναχό, πού δέν κάνει οὔτε ἕνας ὑποτακτικός μαζί του.  Ἀκόμα καί ὁ ἐπισκέπτης.  Κάθεται, τοῦ δίνει ἕνα κέρασμα, καί ἔπειτα ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχρή.  Γι’ αὐτό ἕνας-ἕνας ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτόν.

Καλή εἶναι ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἄσκηση κλπ.  Ἀλλά πρό παντός χρειάζεται νά παρακολουθῆς τόν ἑαυτό σου.  Νά λές : Τί κάνω, πῶς πηγαίνω, τί χρειάζομαι;  Καί πρό παντός νά ρωτᾶς ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἕναν ἔμπειρο πνευματικό πού σέ παρακολουθεῖ, νά σοῦ πεῖ πῶς πηγαίνεις.

Τό πρῶτο πού χρειαζόμαστε εἶναι ἡ ἡσυχία.  Σ΄ αὐτήν θά ἀνακαλύψουμε τόν ἑαυτό μας.  Ἔτσι θά ἀρχίσουμε νά ἐργαζώμαστε γιά τήν βελτίωσή μας.

Νά θεολογεῖς τά πάντα.  Π.χ. βλέπεις τά ἄστρα; Νά λές «εἶναι τά καντηλάκια τοῦ Θεοῦ».  Βλέπεις τήν κουβέρτα; Νά λές «πόσο ζεστή πρέπει νά εἶναι ἡ πίστη μας, ὁ ζῆλος μας γιά τά πνευματικά!».

Μή θλίβεσαι, ὅταν ἀδικῆσαι.  Διότι μέ τήν ἀδικία ἀποταμιεύεις στήν Τράπεζα τοῦ Οὐρανοῦ.

Μήν προσπαθῆς νά δικαιολογῆσαι, καί ὅταν ἀκόμα ἔχεις δίκιο.

 

Ἡ συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον στίς 24 Μαΐου 1984  κράτησε πολύ, ἀπό 11:30π.μ. μέχρι 13:15μ.μ.  Τότε ἐσημείωσα :

Τό Ἀγγελικό Σχῆμα εἶναι μία διαρκής μετάνοια.  Τίποτε ἄλλο στήν ζωή δέν ἔχει τόση ἀξία σέ σχέση μέ τήν αἰωνιότητα.  Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν τήν ἀξία της, θά ἄφηναν ὅλα τά ἄλλα γιά νά γίνουν μοναχοί.

Ποτέ δέν μέ ἀπασχόλησε τό νά γίνω ἱερέας.  Καί στήν Κόνιτσα πρόσεχα, γιατί ἦταν ἐκεῖ ὁ Δήμαρχος καί οἱ ἄλλοι μαζί μέ τόν Δεσπότη,πού αἰφνιδιαστικά θά μέ ἔπαιρναν ἐκεῖ νά μέ κάνουν ἱερέα.  Μόνον ἐδῶ πού ἔρχονται μερικοί καί μοῦ λένε τόν λογισμό τους, γιατί δέν ξέρουν ὅτι εἶμαι ἁπλός μοναχός.  Τότε μόνο σκέπτομαι νά ἤμουν κληρικός.

Ὁ ἄνθρωπος, ὁ μοναχός πρέπει νά πιστέψῃ ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, νά ἀποκτήσῃ ἔτσι τέτοια ταπείνωση, καί νά προσεύχεται γιά τήν σωτηρία του, ὥστε ἄν τοῦ ξεφύγῃ μία προσευχή γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, αὐτή ἡ προσευχή θά γίνη δεκτή ἀπό τόν Θεό, γιατί θά προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο βαθειᾶς ταπείνωσης.  Ἔτσι ὁ ἀληθινός μοναχός γίνεται εὐεργετικός στούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Βλέπω σήμερα μία φιλοπρωτία.  Πολλοί βιάζονται νά γίνουν πρῶτοι, κληρικοί κλπ.  Ἀλλά βασίζονται στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους καί δέν τά βγάζουν πέρα.  Ἄν ὁ Θεός καλέσῃ κάποιον σέ ἕνα ἀξίωμα, τότε ὁ Θεός «εἶναι ὑποχρεωμένος» νά τον βοηθήσῃ νά φέρῃ σέ τέλος τήν ἀποστολή του.  Εἰδικά οἱ βιαστικοί ταλαιπωροῦνται μέ τά διάφορα προβλήματα καί τήν συνείδησή τους καί τώρα καί στήν ἄλλη ζωή.

Οἱ Χριστιανοί δέν ζητᾶνε πολλά ἀπό τόν κληρικό.  Μόνον δύο πράγματα.  Νά μήν τρώη πολύ καί νά μήν εἶναι φιλάργυρος.

 Ρωτοῦσε ἕνας πού ἤθελε νά γίνη σύντομα ἐπίσκοπος ἄν θά ἔπρεπε νά ὑπηρετήσῃ στήν Ριζάρειο Σχολή ὡς καθηγητής ἤ στήν Ἱερά Σύνοδο ὡς Γραμματέας...καί Φαρισαῖος λιβανίζοντας τούς ἄλλους.  Αὐτός, καί ἄν γίνῃ ἐπίσκοπος, δέν θά ἔχῃ ἐσωτερική ἡσυχία, ἀλλά ἕνα μαρτύριο.  Αὐτοί δέν ἔχουν δοκιμάσει τήν γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.  Γι΄ αὐτό οἱ ἀσκητές ἀπόφευγαν τήν ἱερωσύνη καί ἔκλειναν τά κελλιά τους, ὁπότε οἱ ἄλλοι ἄνοιγαν τήν σκεπή τῶν κελλιῶν γιά νά τούς χειροτονήσουν.  Ἕνας ὑποψήφιος παρακαλοῦσε ἕναν συνοδικό ἀρχιερέα μόνο γιά μία ψῆφο.  Στό τέλος πῆρε ὅλους τούς ψήφους καί ἐκλέχτηκε παμψηφεί.  Καί εἶπε : Τώρα τί εἶναι τό ἅγιον Πνεῦμα, περιστέρι γιά νά τό φυσήξῃς καί νά φύγῃ;  Ἔτσι νομίζουν πολλοί ὅτι καί οἱ προεργασίες γιά τήν ἐκλογή ἑνός ἐπισκόπου γίνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πρέπει νά ὡριμάζῃ ἡ σκέψη στόν ἄνθρωπο γιά τήν μοναχική ζωή καί ὁ Θεός θά βοηθήσῃ γιά νά ὑλοποιηθῇ.  Δέν εἶναι σωστό νά λέῃ : «Τί νά κάνω; Γιατί νά ἀνακατευτῶ μέ φροντίδες καί προβλήματα στόν κόσμο ὡς κληρικός;  Καλύτερα δέν εἶναι νά ἡσυχάσω μακριά ἀπό τόν κόσμο;».  Ἔ, τότε αὐτό θά εἶναι ἀποτυχία.  Ἀντίθετα, πρέπει νά πῇ : «Θά διαλέξω τήν ἡσυχαστική ζωή, γιατί θά ἔχω μνήμη Θεοῦ, θά βρίσκωμαι σέ διαρκῆ μετάνοια.  Θά ἑτοιμάζωμαι γιά τόν θάνατο καί τήν συνάντηση μέ τόν Θεό».  Τότε ὁ Κύριος τόν εὐλογεῖ καί τόν βοηθᾶ.  Καί ὁ Κύριος θά ἐπιλύσῃ τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις, διότι εἶπε : «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»[4].

Ἕνας ὑποτακτικός ἔλεγε στόν Γέροντα: «Θά πάω στήν Ἀθωνιάδα, θά γίνω διάκος, παπᾶς,» κλπ.  «Καί ἔπειτα;», τόν ρωτάει ὁ Γέροντας. «Ἔπειτα ἴσως νά γίνω καί Δεσπότης». «Καί ἔπειτα;». «Ἴσως  καί Πατριάρχης».  «Καί ἔπειτα θά ἔρθῃ ὁ θάνατος», συμπλήρωσε ὁ Γέροντας.  Ἔτσι πολλοί σκέπτονται σάν τελευταῖο τόν θανατο, ἐνῷ θά ἔπρεπε νά τόν σκέπτονται πρῶτον.

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο παντοδύναμη, ὥστε μπορεῖ νά ἐξαλείψῃ ἀκόμη καί τίς πιό ἁμαρτωλές κλίσεις τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε κληρονομικές συνήθειες, εἴτε γιατί παρασύρθηκε ἀπό ἄλλους.  Εἶναι ἀστεῖο νά λέμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν μπορεῖ νά θεραπεύσῃ τά πάντα.  Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς, πού ἦταν ληστής μέ τό μαχαίρι στό στόμα, ὅταν ἔγινε μοναχός, εἶχε τόση εὐαισθησία, ὥστε ἐνοχλοῦνταν καί ἀπό τίς ἐπισκέψεις τῶν πιστῶν.  Καί ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοῦ συνέστησε νά πάῃ στά ὄρη τῆς Νιτρίας, ἐνῷ ἐκεῖνος πού ἦταν μορφωμένος καί ἀριστοκράτης, δεχόταν τούς πάντες.[5]

GPaisiosPan2Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καταλήξῃ σέ ἕναν τρόπο ζωῆς.  Δέν πρέπει νά κυνηγάῃ πολλά.  «Νά κάνω καί τοῦτο, νά κάνω καί ἐκεῖνο».  Ὅταν διαλέξῃ ἕναν σταθερό τρόπο ζωῆς θά ἀγωνιστῇ καί θά προκόψῃ. Στήν Κόνιτσα οἱ κυνηγοί ἔκαναν καρτέρι στά μονοπάτια καί ἄλλαζαν κάθε 30-35 λεπτά τοποθεσίες παρατηρώντας τίς κινήσεις τῶν ζώων, ὁπότε τά μάζευαν σέ ἕνα μέρος.  Καί ὅταν ἀποφάσιζαν νά κτυπήσουν τά ζῶα, ἦταν πολλά καί ἔφευγαν.  Ὁπότε οἱ κυνηγοί ἀπό τήν σαστιμάρα τους δέν κτυποῦσαν κανένα.  Γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά βάζῃ ἕναν σκοπό, ἕναν τρόπο ζωῆς.

Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν θεοφοβούμενος.  Ἔβλεπε ὁράματα θεῖα, ἀλλά, ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τό Ἔθνος,  νόμιζε ὅτι ἔβλεπε καί ἄλλα ὁράματα, πού δέν ἦταν θεῖα.  Τόν κατηγοροῦσαν πώς ἔλεγε νά μήν ἐμπιστεύωνται οὔτε στόν πνευματικό μερικά πράγματα.  Ἀλλά αὐτό ἦταν σωστό, γιατί μία ἀδιακρισία ἀπό τόν πνευματικό, πού θά τόν ἐπλησίαζαν οἱ ἐχθροί τοῦ Ἔθνους, μποροῦσε νά ἔχῃ καταστρεπτικά ἀποτελέσματα γιά τόν Ἀγώνα.

Εἶχα πάει στή Σουρωτή καί μοῦ ἔβαλαν ἕνα ὑφαντό χαλί στό Κελλί μου.  «Τί εἶναι αὐτό; Πάρτε το», τούς εἶπα.

Ἄν ἤμουν ἱερέας –πνευματικός, δέν θά μποροῦσα νά ἔχω κάγκελο γύρω στό Κελλί μου.  Θά ἔπρεπε νά δέχωμαι ὅλους ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο.

Μήν καταδικάζουμε, μήν κατακρίνουμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους.  Νά βρίσκουμε κάποιο δικαιολογητικό, κάποιο ἐλαφρυντικό, γιά τήν ἀπρόσεκτη συμπεριφορά τους, π.χ. γι’ αὐτούς πού θυμώνουν.  Ἄν κάποιος μᾶς μίλησε ἀπότομα νά σκεφθοῦμε μήπως ἦταν λυπημένος προηγουμένως  μέ κάποιο ἄλλο ζήτημα.

Ὁ Θεός κατέκρινε τήν ὑποκρισία.

Μοναχός ἤ κληρικός, ἐξαρτᾶται [ἄν πρέπει νά γίνῃ] ἀπό τήν πρόθεση.  Ἄν θέλῃ νά γίνῃ ἀπό ἐγωισμό καί φιλοδοξία, ὄχι.  Ἄν θέλῃ νά γίνῃ ἀπό ἀγάπη γιά τόν σκοπό κ.λ.π., τότε ναί.

 Ἡ στέρνα πού εἶναι καινούργια δέχεται νερό πού ἀπορροφᾶ καί κάτω ἀπό τόν πυθμένα.  Ἡ παλιά στέρνα πιάνει πουρί καί διατηρεῖ ὅλο τό νερό.  Καί ἡ τροφή γιά τόν νέο ἄνθρωπο ἀπορροφᾶται ὅλη ἀπό τόν ὀργανισμό.  Ἐνῷ γιά τίς ἡλικίες 40-50 ἐτῶν καί ἄνω διατηρεῖται ὅλη ἡ τροφή, χωρίς νά ἀπορροφᾶται, γίνεται λίπος, καί δημιουργεῖ προβλήματα.  Γι’αὐτό πρέπει οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι νά τρῶνε λίγη τροφή.

Νά νηστεύῃς τόσο ὅσο νά μή ζαλίζεσαι.

Μιά φορά πού ὁ Γέροντας κοιμόταν στό Κελλί του, ὁ πονηρός τοῦ εἶπε : «Σήκω νά πᾶς στό Μεσονυκτικό».  Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε : «Ξέρω ἐγώ τή δουλειά μου».

 

Ἄλλοτε ρώτησα τόν Γέροντα πῶς μέ τό  κομποσχοίνι μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε τήν ψαλτή ἀκολουθία καί μοῦ ἀπάντησε :

Ἑσπερινός (δυνατά ἤ ψιθυριστά)

Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ(3)

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός...

Βασιλεῦ Οὐράνιε...

Τρισάγιον

Κύριε ἐλέησον(12)

Δεῦτε προσκυνήσωμεν...

50ος Ψαλμός

Εὐχή στόν Χριστό, 3 κομποσχοίνια Χ 300, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...

Εὐχή στήν Παναγία, 3Χ 100, Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον με.

100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἡμέρας.

100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἐνορίας.

Δι’εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...

Ἀπόδειπνον

Ὁμοίως ὡς ἄνω καί

100 κόμποι «Ἅγιε Ἄγγελε φύλαξέ με».

Μεσονυκτικόν (Μέ τόν νοῦ) καί Ὄρθρος

Αὐτοσχέδιος προσευχή

Εὐχή στόν Χριστό, 9 κομποσχοίνια Χ 300, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...

Εὐχή στήν Παναγία 3Χ 300, Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσόν με.

Ἅγιοι Πάντες, 1Χ 300,

100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἡμέρας.

100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἐνορίας.

Δι΄ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...

Κανόνας ( ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας).

Εὐχή στόν Χριστό, (2-3Χ300 μέ σταυρούς)

Εὐχή στήν Παναγία (1Χ 300 μέ σταυρούς)

50 μετάνοιες (πλήν Σαββάτου καί Κυριακῆς), ἄν μπορῇς.

 

Γ’ Θεαγένειο Νοσοκομεῖο

Ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο, ὅπου ἐνοσηλεύετο πρός τό τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του.  Πολύς κόσμος ἔξω ἀπό τόν θάλαμο.  Δέν ἐπέτρεπαν τήν εἴσοδο σέ κανέναν.  Παρεκάλεσα μία μοναχή νά τόν πληροφορήσῃ ὅτι ἦλθε ὁ π. Χριστοφόρος ἀπό τόν Καναδᾶ.  Τότε εἶχα ἐπιστρέψει ἀπό τήν ὑπηρεσία μου ὡς συμβούλου ἐκπαιδεύσεως στό Γενικό Προξενεῖο τῆς Ἑλλάδος στό Τορόντο τοῦ Καναδᾶ.  Ἐγνώριζε τοῦτο ὁ Γέροντας.  Γι’ αὐτό σέ λίγο ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ θαλάμου καί μέ κάλεσαν νά εἰσέλθω.  Ὁ Γέροντας προσπάθησε νά ἀνασηκωθῇ γιά νά ἀσπασθῇ τό χέρι τοῦ ἱερέως.  Πάντοτε ἐσέβετο τήν ἱερωσύνη.

«Γέροντα, τοῦ λέγω, ἐκεῖ στόν Καναδᾶ ἔδωσα τό βιβλίο «Ὁ Χατζηγιώργης» σέ  ἕναν δημοσιογράφο, καί τό ἐδιάβαζε στό ἑλληνικό ραδιόφωνο σέ περικοπές κάθε βράδυ.  Στό τέλος εἶπε : «Αὐτό τό βιβλίο τό ἔγραψε ὁ π. Παΐσιος, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος πού ζῇ στό Ἅγιον Ὄρος».  Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Πράγματι, ὁ Χατζηγιώργης ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος».  Καί συνέχισα : «Ἐκοιμήθη καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.  Εἶναι μερικοι ἄνθρωποι πού φεύγουν ὥριμοι πνευματικά». Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε : «Εἶχα ἕναν πόνο στήν κοιλιά ἀπό καιρό καί, ὅταν ὡρίμασε ἀποφάσισα νά κάνω τήν ἐγχείριση».

Ἐπίλογος

Ὅσα ἀνέφερα ἀπό τήν Γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη ἀποτελεῖ μικρόν μέρος ἀπό ὅσα διεσώθησαν στήν μνήμη μου καί τίς σημειώσεις μου, σέ σχέση μέ ὅσα πολλαπλάσια ἄκουσα καί εἶδα (κάθε τόσο ὅλο καί κάτι ἐπανέρχεται στόν νοῦ μου) ἀπό τήν πολυετῆ ἐπικοινωνία μου μέ τήν ὁσιότητά του.

Βαθειά συγκίνηση καί σεβασμό αἰσθανόμουν κάθε φορά πού ἐπλησίαζα τόν Γέροντα.  Εἶχα τήν πεποίθηση ὅτι εἶχα ἐνώπιόν μου ἕναν γνήσιο καί ὑποδειγματικό ἀσκητή, μέ καθαρή σκέψη καί ἔκτακτα διανοητικά χαρίσματα, μακράν τῆς θύραθεν παιδείας, μέ ἀκράδαντη πίστη στόν Θεό, μέ βαθειά ταπείνωση, μέ οἰκτίρμονα καρδία πρός κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τούς πτωχούς καί ἀνήμπορους, ἀπόλυτα ἀκτήμονα, αὐστηρό νηστευτή, διορατικό, ἐλεήμονα, ἀπλανῆ διδάσκαλον, μέ ἀπέραντο σεβασμό πρός τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοση καί Πατερική Διδασκαλία, καί μέ καθαρή ἀφοσίωση πρός τήν Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Εὐγνωμονῶ τόν Κύριο, διότι μέ ἀξίωσε νά συναντήσω στήν ζωή μου καί τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη.

Ἄς ἔχωμε τήν εὐχή του.

GPaisiosTaf3

 



[1] Ἰω. 7, 24.

[2] Λαϊκό ἑβδομαδιαῖο περιοδικό τῆς δεκαετίας τοῦ ’50, ’60.

[3] Ἰω. 14, 2.

[4] Βλ. Ματθ. 10, 37

[5] Βλ. Τό Μέγα Γεροντικόν τ. Α΄ κεφ. Β΄ 34 : Ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς εἶπε στόν ἀββᾶ Μακάριο στήν Σκήτη : «Θέλω νά ζήσω τή ζωή τῆς ἡσυχίας, ὅμως δέν μέ ἀφήνουν οἱ ἀδελφοί».  Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Μακάριος : «Βλέπω ὅτι ἀπό χαρακτήρα εἶσαι λεπτός ( Θεωρῶ ὅτι ἡ φύσις σου ἁπαλή ἐστι) καί δέν μπορεῖς νά ἀποφύγῃς τόν ἀδελφό. Ἄν ὅμως θέλῃς τήν ζωή τῆς ἡσυχίας, πήγαινε στήν ἔρημο ...καί ἐκεῖ θά ζήσῃς τήν ζωή τῆς ἡσυχίας». Τό ἔκανε αὐτό καί βρῆκε ἀνάπαυση.