ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΗ
Πρωτοδίκου Διοικητικῶν Δικαστηρίων, κάτοχος
μεταπτυχιακῶν διπλωμάτων στο Δημόσ
ιο Δίκαιο καί στήν Φιλοσοφία το Δικαίου

ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ


Νόμος καί ἀνομία
 

῾Ο πολιτισμός μας εἶναι νομικός πολιτισμός, πολιτισμός τοῦ νόμου. Πολιτισμός τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, τοῦ νόμου τῆς πόλεως, τοῦ νόμου τῆς κοινωνίας, τοῦ νόμου τοῦ κράτους.  Χωρίς νόμο, δέν ὑπάρχει πολιτισμός.

῞Ολα τά πολιτεύματα, ὅλες οἱ ἐπαναστάσεις, ὅλα τά πραξικοπήματα, ὅλες οἱ κοινωνικές συμφωνίες, ὅλες οἱ σταθερές παράμετροι, ὅροι, τρόποι, ἤθη, πού δίδουν εἰς τήν οἰκονομία τήν ἀπαιτουμένη γιά τήν λειτουργία της σταθερότητα, προϋποθέτουν τόν νόμο.

Περί αὐτοῦ παλεύουν οἱ συγκρουόμενες κοινωνικές δυνάμεις, τά ἀντιτιθέμενα ποικίλα συμφέροντα, οἱ διάφορες περί τῆς κοινωνίας καί τῆς οἰκονομίας ἀντιλήψεις, ἀκόμη καί οἱ διαφορετικές θησκευτικές ἀντιλήψεις.

Ποία ἡ ἔννοια τοῦ νόμου, ποία ἡ πηγή του, πῶς τίθεται καί πῶς πρέπει νά τίθεται, μέ ποία διαδικασία, πῶς μεταβάλλεται, πότε καί πῶς πρέπει νά εἶναι δυνατόν νά μεταβληθῆ, πῶς φθάνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου, μέ ποῖες διαδικασίες καί μέ ποία μέθοδο σκέψεως, προσεγγίσεως τῆς ἀληθείας του, ποία ἡ σχέσις τοῦ νόμου μέ τήν πραγματικότητα, μέ τήν φύση τῶν ὄντων, μέ τήν ᾿Αλήθεια, μέ τήν Δικαιοσύνη, μέ τήν περί δικαίου συνείδηση τῆς ὁποίας τό συγκεκριμένο πόρισμα δέν ἔχει μέν καταγραφῆ ἀλλά βοᾶ ἐντός τοῦ ἀνθρώπου καί ἐνδεχομένως ἀνατρέπει τό γράμμα τοῦ νόμου.  Τέτοια εἶναι τά ἐρωτήματα οἱ ἀπαντήσεις ἐπί τῶν ὀποίων δίδουν διάφορα πολιτικά καί νομικά συστήματα, καί πρό πάντων πολιτισμό, ἐφ᾿ ὅσον βεβαίως, καί καθ᾿ ὅ μέτρον, εἶναι οἱ ὀρθές. Λογικῶς, τά ἀνωτέρω ἐρωτήματα ἐπιδέχονται ὁποιεσδἠποτε ἀπαντήσεις, ἀλλά οἱ ἐξ αὐτῶν ἐσφαλμένες ἀποδεικνύουν τήν ποιότητά τους ἀπό τίς καταστροφές τίς ὁποῖες προξενοῦν. Καθ᾿ ὅσον, ἐσφαλμένες ἀπαντήσεις εἰς τά ἴδια ἐρωτήματα, δίδουν τυραννίες, ἀδικίες, σφαγές, ρατσισμούς, ἀποικιοκρατίες, βομβαρδισμούς, τρομοκρατίες, ἀστυνομοκρατίες, πάσης φύσεως δηλαδή ἐνδείξεις καί ἀποδείξεις περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπῆρε λάθος δρόμο, μακρυά ἀπό τόν ἀληθινό Θεό, δρόμο ἀπωλείας, καταστροφῆς καί αὐτοκαταστροφῆς.

 

Εἰς τόν ἀντίποδα τοῦ νόμου, εὑρίσκεται ἡ ἀνομία. Πρόκειται γιά τήν πλέον ἐσφαλμένη, τήν πλέον καταστροφική ἀπάντηση εἰς ὅλα τά ἀνωτέρω ἐρωτήματα. Ποία εἶναι ἠ ἀπάντησις αὐτή; ῞Οτι ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται νά μή θέτῃ το ζήτημα τοῦ νόμου ἐνώπιον τῆς κρίσεώς του καί τῆς ὑπάρξεώς του, ὅτι δικαιοῦται νά ζῇ ἄνευ νόμου, ἀνόμως. ῞Οτι δικαιοῦται ὁ ἴδιος ὄχι μόνον νά τοποθετεῖται θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς ἔναντι τοῦ νόμου, ὀρθῶς ἤ ἐσφαλμένως κατανοηθέντος, ἀλλά νά θέτῃ ὀ ἴδιος τόν νόμο τῆς ὑπάρξεώς του, νά προσδίδῃ ὁ ἴδιος νόημα εἰς τάς πράξεις του, ὡς ἄτομον,  κατά τήν κρίση του, κατά τήν φαντασία του, κατά τήν ἰδεοληψία του, κατά τήν ὁποιαδήποτε πλάνη του, κατά τήν αἵρεσή του, εἴτε συνεπῶς μέχρι βλακείας καί φονταμενταλισμοῦ, εἴτε ἀσυνεπῶς μέχρι προδοσίας τῶν πάντων.

῾Η ἀνομία, χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος δέν συμπεριφέρεται μόνον ὅπως τά ζῶα, ἀλλά ἔχει πλέον τήν ἀξίωση νά συμμορφωθῇ ὁ κόσμος ὅλος πρός τό θέλημά του, πρός τό ἑκάστοτε θέλημά του! - ἐδῶ καί τώρα!  Τόσον ἔχει ἀποστραφῆ τόν Θεόν, ὥστε θέλει νά ἐναντιωθῇ εἰς τό θέλημά Του ἅπαξ διά παντός! ᾿Επείγεται νά καταστρέψῃ τήν δημιουργία του Θεοῦ, νά βομβαρδίσῃ πόλεις καί ἀντιπάλους, πραγματικούς ἤ φανταστικούς, νά τρομοκρατήσῃ ἀντιφρονοῦντας, νά ἐπιβάλῃ τάς ἀπόψεις του ἐπί ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος εἰ δυνατόν, διά πυρός καί συδήρου, διά πονηρίας καί δόλου, διά σφαγῶν ἐνόχων καί ἀθώων.

῾Ο ἄνομος θέλει νά γίνουν ὅλοι πόρνοι, μοιχοί, ὁμοφυλόφιλοι, ἀμφοτεροφιλόφιλοι, βλάσφημοι, μέ μία λέξη, ἄνομοι ὅπως ὁ ἴδιος.  Πρόκειται γιά φρενίτιδα, γιά δαιμονισμό, γιά πονηρία, πού καλύπτονται πίσω ἀπό ἀγαθές προθέσεις καί ἀπό στυγνό, ξηρό, φλεγματικό, ὀρθολογισμό.   

῾Η ἀνομία δέν ἀνέχεται νόμο, δέν θέλει πολιτισμό, διαστρέφει φύσεις, καταστρέφει κάθε τί τό καλό, ἐπιβραβεύει κάθε τί τό ἄνομο, τό ἀνοίκειο, τό ἐπιβλαβές, εὐνοεῖ πάσης φύσεως ἀναμίξεις καί προσμίξεις, ἰδεῶν καί ἀνθρώπων καί ζώων, θέλγεται ἀπό ἐπιμιξίες διαφορετικῶν φυλῶν, ἀπό σεξισμό καί σαδισμό, καταδικάζει τό ὄντως ὡραῖο καί ποθεῖ τό ἔκφυλο, τό διεστραμμένο.

῞Ολα αὐτά τά ἀνάποδα πράγματα, ἡ ἀνομία τά ἀντιλαμβάνεται ὡς ἐλευθερία. Τήν ὑποχώρηση τοῦ νόμου τήν ὀνομάζει ἰδιωτική πρωτοβουλία καί τήν ἐκθειάζει. Τήν εὔλογη ἀντίδραση τῆς κοινωνίας εἰς ὅλα αὐτά, τήν ὀνομάζει πολιτικό κόστος. ῾Η ἀνομία ζητεῖ λιγώτερο ἤ περισσότερο κράτος καί ἐννοεῖ λιγώτερο ἄνθρωπο καί περισσότερο τέρας (Λεβιάθαν - βλ. τό ὁμώνυμο σχετικό βιβλίο τοῦ Θ. Χόμπς), ἀνακαλύπτει συνωμοσίες ἐκεῖ ὅπου ἔντιμοι ἄνθρωποι ἀνθίστανται εἰς τήν ἀνομία, καί ἀποκαλύπτει μόνη της, ὡς κάτι τό φυσικό καί  νόμιμο, ὥστε νά ὁλοκληρώσῃ τήν σύγχυση πού προξενεῖ στίς συνειδήσεις, τίς συνωμοσίες πού ὑπηρετοῦν τήν ἴδια τήν ἀνομία. ·Ετσι, φαίνεται ὅτι ἡ ἀνομία ἀνέχεται τήν ἀλήθεια, ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι που κινοῦνται στόν πυρῆνα τῆς Νέας ᾿Εποχῆς (Φέργκιουσον), ἐπισημαίνουν ὅτι ἐξυφαίνεται συνωμοσία τῆς Νέας ᾿Εποχῆς, ὅταν οἱ ἴδιες οἱ ἐφημερίδες τῶν φορέων τῆς ἀνομίας ἀποκαλύπτουν ὡς κάτι γενικευμένο καί μή ἀντιμετωπίσιμο, τήν ἐπικειμένη βορλα τῶν ὠφελημάτων ἐκ τῆς ἐξουσίας, ὅπως τήν ἀπορρόφηση ἀπό οἰκείους τῆς ἀνομίας τῶν πακέτων καί τῶν φιλέτων τῆς χονδρῆς οἰκονομίας. . .- παραλείποντας τίς περισσότερες φορές νά ἀναφερθοῦν εἰς ἤδη γενομένη βορά τέτοιων πακέτων κατά παρανόμους τρόπους.

᾿Ελεύθερος λοιπόν εἶναι ὄχι κάθε ἄνθρωπος, κατά τήν ἐποχή μας, ἐποχή τῆς ἀνομίας, ἀλλά ἰσχυρός γιά νά γίνῃ ἰσχυρότερος, γιά νά ὀργανώσῃ τήν ἀνομία, γιά νά καταστρέψη τόν νόμο, γιά νά ἀντιστρέψῃ τόν πολιτισμό καί νά τόν κάνῃ βαρβαρότητα, γιά νά θέσῃ εἰς τήν θέση τοῦ νόμου τήν ἀνομία του, γιά νά ὀνομάσῃ τό πικρό γλυκύ καί τό γλυκύ πικρό, γιά νά ἀδικήσῃ ὀρφανόν καί πένητα, γιά νά ποιήσῃ τήν δικαιοσύνην του ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, προκειμένου νά ἐπαινεθῇ καί νά (συγ)καλύψῃ ἔτσι τήν πνευμετική πενία του καί  τά ἐγκλήματά του.

 

῾Ο μοντερνισμός, ἡ αἵρεση πού διαβρώνει καί καταστρέφει 

Κατήχηση στήν ἀνομία, εἶναι ὁ μοντερνισμός, ἡ ἀποθέωσις τοῦ καινούργιου, τοῦ παράξενου, τοῦ ἀνιστόρητου, τοῦ ριζοσπαστικοῦ, ὅ,τι καί ἄν σημαίνουν, ὅ,τι καί ἄν προοιωνίζουν, ὅ,τι καί ἄν εὐαγγελίζονται.

῾Ο μοντερνισμός σπάει την παράδοση, καταστρέφει την σχέση μεταξύ αὐτοῦ πού ὑπάρχει ὡς τρόπος ζωῆς, ὡς πολιτισμός, καί αὐτοῦ πού θά ὑπάρξῃ - καί μεταβάλλει αὐτό πού θά ὑπάρξῃ, ἀπό τρόπο ζωῆς, εἰς τρόπο θανάτου, ἀπό πολιτισμό, εἰς βαρβαρότητα. 

῾Ο μοντερνισμός, τελευταία ἐκδοχή τοῦ ὀποίου εἶναι ὁ λεγόμενος μεταμοντερνισμός, ἐμφανίζεται καί ὡς ἐκσυγχρονισμός. ᾿Εκσυγχρονισμός ὅμως ἀπολυτοποιημένος, αὐταρχικός, τυραννικός.

᾿Εν ὀνόματι τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ (τῆς ἐξελίξεως, τῆς “προόδου”), γίνονται πλέον τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα: Καταστροφή πολιτισμῶν καί τρόπων ζωῆς, καταστροφή εἰδῶν τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου, μόλυνσις τοῦ περιβάλλοντος, πρόκλησις πείνας εἰς μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα κονδύλια γιά τήν σωτηρία τους δαπανῶνται εἰς ἐπενδύσεις γιά ἔρευνα νέων προϊόντων (ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀχρήστων), γιά προώθηση πωλήσεων νέων προϊόντων (ὡς ἐπί τό πλεῖστον καί μή ἀναγκαίων καί βλαβερῶν), γιά ἀλλοτρίωση πληθυσμῶν ὥστε νά καταστοῦν καταναλωτική μάζα “μοντέρνων νέων” (ὡς ἐπί τό πλεῖστον κατά φαντασίαν μοντέρνων καί οὔτε κατά φαντασίαν νέων). ᾿Αλλά καί οἱ πόλεμοι χάριν οἰκονομικῶν συμφερόντων, οἱ ὁποῖοι  γίνονται πλέον μέ τήν σημαία τῆς “δικαιοσύνης”, καθώς καί οἱ ἀμιγῶς οἰκονομικοί πόλεμοι, αὐτοί πού γίνονται γιά τήν οἰκονομική καί μόνον καθυπόταξη τοῦ “φίλου” (δηλ. τοῦ πράγματι ἀντιπάλου), προεταιμάζονται μέσῳ μοντέρνων καί ἐκσυγχρονιστικῶν ἰδεῶν πού διαβρώνουν καί προλειαίνουν τό ἔδαφος, καί ἐπισφραγίζονται ἀπό τήν κατάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπό τυχοδιῶκτες οἱ ὁποῖοι προβάλλονται ὡς ἐκσυγχροσνιστές.

῾Ο μοντερνισμός λοιπόν ἀπό τήν φύση του εἶναι τό πρώτο στάδιο τῆς ἀνομίας. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή, εἶναι αἵρεση, μέ τήν ἔννοια τήν ὁποία ἀνέκαθεν ἔδιδε καί δίδει ἡ ᾿Εκκλησία μας εἰς τόν ὅρον αὐτόν. Καί ὁ ἐθισμός μιᾶς κοινωνίας εἰς τό μοντέρνο καθώς καί ἡ ἐπιβολή ἤ ὑποβολή τῆς ἰδεολογίας τοῦ ἀπολυτοποιημένου ἐκσυγχρονισμοῦ, εἶναι κατήχηση εἰς ξένες δοξασίες, ἐξω-ὀρθόδοξες καί ἐξω-χριστιανικές - μέ κατάργηση τῆς σκέψεως ὅπως στίς σέκτες καί μέ μαζική χειραγώγηση ἀπό τά σύγχρνα Μ.Μ.Ε. 

 

῾Ο νομοθέτης πού ἀπονομοθετεῖ 

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ὁ νόμος καταστρέφει πεδία πού ἀνήκουν ἐκ φύσεως εἰς τό νομοθετεῖν.

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ὁ νομοθέτης αὐτοκαταργεῖται οὐσιαστικῶς, ἐνῷ φαίνεται τυπικῶς παντοδύναμος.

Παραχωρεῖ τήν ἐξουσία τοῦ νομοθετεῖν εἰς τούς πλέον ἀνόμους : διεφθαρμένους πολιτικούς, μαφία, οἰκονομικά κυκλώματα, ὀργανωμένο ἔγκλημα, ἀδιστάκτους ἐμπόρους ὅπλων. Γίνεται ἔτσι ὁ ἴδιος πιό δυνατός, ἀλλά τοῦτο διότι στηρίζεται εἰς τήν ἀνομία τῶν ὑποστηρικτῶν του.

Εἰς τήν πραγματικότητα, ὁ νομοθέτης παύει νά νομοθετεῖ καί ἀπορρυθμίζει, “ἀπο-νομοθετεῖ”.

᾿Αντί ἀπαγορεύσεων καί ἐντολῶν υἱοθετεῖ νομικά πλαίσια ἐντός τῶν ὁποίων ἡ αὐθαιρεσία τῶν ἀνόμων, ἐκ τῶν ἰσχυρῶν, δύναται νά ἀναπτυχθῇ “ἐλευθέρως” καί νά ἐξουδετερωθοῦν ὅσοι, ἰσχυροί ἤ μή, δέν ἐνεργοῦν ἀνόμως. Αὐτό ὀνομάζεται ἀπελευθέρωση τοῦ ἐμπορίου, τῶν ἀγορῶν, ἐλευθερία ἐκφράσεως, ἀπόδοση χώρων τῆς δημοσίας ζωῆς καί τῆς οἰκονομίας εἰς τήν ἰδιωτική πρωτοβουλία.    

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ἀντί ὁ νόμος νά γίνεται γιά νά προστατευθῇ ὁ ἀδύναμος καί ὁ ἀδικούμενος, γίνεται προκειμένου νά δύναται νομίμως νά συντριβῇ ὁ σεβόμενος τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τῆς Πολιτείας, τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τήν δημιουργία.

῾Επομένως, ἡ χρῆσις ἀντιστρόφως τῆς γλώσσης καί τῶν λέξεων, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία εἰς τήν ἀνομία. Τόσον γιά τήν θεμελίωσή της, ὅσον καί γιά τήν διατήρησή της.

῾Η ἐπίθεση ὀνομάζεται ἄμυνα, ἡ ἄμυνα ἐπίθεση πού δικαιολογεῖ “ἄμυνα”, δηλαδή πραγματικά ἐπίθεση.

Τό ἐμπόριο ὅπλων καί ἡ ἀνάπτυξη νέων εἰδῶν ὅπλων, ρυθμίζονται (καί ἀφίνονται ἀχαλίνωτα) ἀπό διεθνεῖς συμβάσεις γιά τόν ἔλεγχο τῶν ἐξοπλισμῶν.

῾Η καταστροφή τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ρυθμίζεται ἀπό νόμους μέ τίτλους καί γενικόλογες διακηρύξεις που ἀναφέρονται εἰς τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος.    

῾Η στέρηση τῆς θρησκευτικῆς καί τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, ρυθμίζονται ἀπό διακηρύξεις ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πού μιλοῦν ἀκριβῶς περί θρησκευτικῆς καί περί προσωπικῆς ἐλευθερίας ἀλλά ἑρμηνεύονται ἀντίστροφα καί ἐξειδικεύονται μέ νόμους πού περιορίζουν ἤ καί ἀποκλείουν τήν θρησκευτική καί προσωπική ἐλευθερία (χαρακτηριστικό παράδειγμα, εἶναι ἡ προσβολή τῆς προσωπικότητος μέ τήν συγκέντρωση προσωπικῶν δεδομένων, που ρυθμίζεται ἀπό νόμους γιά τήν . . .”προστασία” ἀπό τήν συγκέντρωση προσωπικῶν δεδομένων).

῾Η ἀγροτική πολιτική ρυθμίζεται μέ κανονισμούς καί ἀποφάσεις πού μετατρέπουν τούς ἀγρότες εἰς ἐργάτες τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, ἀφοῦ καλοῦνται μέ μονοκαλλιέργειες νά καταργήσουν τήν πράγματι ἀγρατική οἰκονομία πού τούς ἐξασφάλιζε σχετική αὐτοτέλεια, ἀφοῦ μέ τίς πολυκαλλιέργειες ἐγίνετο φυσικά ἡ κάλυψις τῶν ποικίλων ἀναγκῶν τους, ἔστω φτωχικώτερα. ᾿Αφοῦ καταστοῦν ἔτσι ἐξαρτημένοι ἀπό τήν ὅλη παραγωγική διαδικασία τῆς μονοκαλλιέργειας, π.χ. τοῦ καπνοῦ ἤ τοῦ βαμβακιοῦ, καλοῦνται νά ἐπωμισθοῦν τά βάρη τῆς ἐξειδικεύσεώς τους ὡς ἐάν ἦσαν . . .ἐργοδότες τῆς ἀγρατικῆς οἰκονομίας (δάνεια ἀνεξόφλητα, στέρησις ἐπιδοτήσεων, καταστροφή τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας καθ᾿ ἑαυτῆς).

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ὁ σεβασμός τῆς πολιτιστικῆς κληρονομίας, ρυθμίζεται ἀπό νόμους πού τήν θεωροῦν νεκρή καί ἐπιδιώκουν νά τήν μουμιοποιήσουν. Κηρύσσονται διατηρητέα κτίρια καί ἀφίνονται ὡς ἐκ τούτου νά καταρρεύσουν.  ῎Α,λλα πάλι χρηματοδοτοῦνται μέ δάνεια ἀλλά τό κόστος ἐπισκευῆς εἶναι τόσο ὑψηλό, ὥστε πωλοῦνται σέ ἀλλοδαπούς, παίρνουν ἐκεῖνοι τό δάνειο καί ἔτσι ὑπεισέρχονται ἐκεῖνοι εἰς τήν πολιτιστική κληρονομία μας! ᾿Ακόμη, ἐκκλησίες καθίστανται μουσεῖα. . .

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ὁ ληστευόμενος ἀποταμιευτής ὀνομάζεται “ἐπενδυτής”, καί εἰς τόν τόπο τῆς ληστείας τῶν πλέον ἀδυνάτων (ψυχικῶς) καί παρασυρθέντων εἰς τήν μαζικήν ἐξαπάτησιν, θεσπίζεται διά νά ἰσχύῃ ὄχι ἡ πρόληψις, ἀλλά μόνον ἡ καταστολή τῶν παραβάσεων, καί αὐτή ἐν κρυπτῷ. . . ῎Ετσι, τηροῦνται τά προσχήματα, τό περίφημο γιά τούς ἀνόμους νόμους τῆς ἀγορᾶς “ἴματζ” τοῦ Χρηματιστηρίου. Καί ὁ ὅρος Χρηματιστήριον εἶναι παραπλανητικός, ἀλλά δέν μπορῶ νά εὕρω κάποιον ὁ ὁποῖος νά περιλαμβάνει τήν ὅλη ἀνομία ἡ ὁποία ἐνυπάρχει είς τό φαινόμενο αὐτό - ἴσως ὁ ὅρος Μαμωνεῖον κάτι ἐπιτυγχάνει κάι ἀπεικονίζει ἀπό τήν θρησκευτική διάσταση τῶν βιωμάτων ὅσων ἀσχολοῦνται ἤ παρασύρονται εἰς αὐτό τό ἐπικίνδυνο τυχερό παιγνίδι πού δῆθεν ἀλλάζει ἡ φύση του ἄν λειτουργήσῃ σωστά (ἐκ φύσεως ἀδύνατο νά διαρκέσῃ ὑγιής καί “σωστή λειτουργία” ἑνός τέτοιου ἐπινοήματος πέραν τῆς πρώτης ἐντυπώσεως).  

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, δημόσιο, ἐθνικό καί κοινωνικό συμφέρον εἶναι τό ἰδιωτικό συμφέρον τῆς ἡγεσίας τῆς κοινωνίας - ἐνδεχομένως δέ καί τό συμφέρον τοῦ ἐχθροῦ ἄν ἡ ἡγεσία δελεασθῇ καί προδώσῃ.

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, τά δημόσια ἔργα εἶναι ἰδιωτικά, καί ὡς πρός τήν κατασκευή καί ὡς πρός τήν ἐκμετάλλευση. Τά μέσα δημοσίας ἐνημερώσεως γίνονται ἰδιωτικά μέσα δημοσίου ἐλέγχου, καί σιγά-σιγά μεταλλάσσονται εἰς ἰδιωτικά μέσα ἐλέγχου τοῦ Δημοσίου! ᾿Ελέγχουν τόν δημόσιο λόγο, τήν δημοσία ζωή, ἀλλά ἑπόμενο εἶναι σιγά-σιγά νά ἐλέγξουν τήν οἰκονομία, τά κονδύλια γιά τήν ἄμυνα, τά κονδύλια καί τίς ἐπιλογές τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, τήν χρημοτοδότηση τῆς ἐσωτερικῆς ἀσφαλείας, τέλος δέ καί τό εἰς ποῖον ἐξωτερικό ἐχθρό θά παραδοθῇ ἡ ἐσωτερική ἀσφάλεια τῆς χώρας. Τοῦτο, δέν ἀφορᾶ μόνο μικρές χῶρες ὅπως ἡ ῾Ελλάδα, ἀλλά καί μεγάλες, ὅπως οἱ Εὐρωπαϊκές καί οἱ Η.Π.Α.

Τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ἀλλάζει ὁ ρόλος τόν ὁποῖον καλοῦνται νά παίξουν οἱ  νομικοί, ὁ διοικητικός ὑπάλληλος, ὁ δικαστής. Καλοῦνται νά γίνουν ψυχροί ἐκτελεστές τοῦ νόμου τῆς ἀνομίας, δήμιοι τῶν ἀδυνάτων. Καλοῦνται νά γίνουν οἱ ἄνευ καρδίας ὑπηρέτες τοῦ “δημοσίου συμφέροντος”, τοῦ πολύ λίγο πλέον ἤ καί καθόλου δημοσίου.  Καλοῦνται νά γίνουν συγκαταβατικοί στήν ἀνομία τῶν τοκογλυφικῶν πράγματι ἀπαιτήσεων τῶν ἰσχυροτέρων, σκληροί δέ ἐφαρμοστές τοῦ γράμματος τοῦ νόμου, ἀπέναντι στόν ἀδικούμενο ἀπό πολλές μεριές ἄνθρωπο (διοικούμενο πολίτη καί ἤδη, κυρίως, φορολογούμενο καταναλωτή). 

 

 

Τό καθῆκον τῶν δικαστῶν καί τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων κατά τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας

 

Πρῶτον, νά κρίνουν κατά συνείδηση ὄχι μόνο τίς πράξεις τῶν πολιτῶν, ἀλλά καί τίς πράξεις καί παραλείψεις τοῦ νομοθέτη καθώς καί τῆς Κυβερνήσεως.

Νά ἐρμηνεύουν δηλαδή κατά συνείδηση τό Σύνταγμα καί τούς νόμους, ἀφιστάμενοι ὅπου ἀπαιτεῖται, αἰτιολογημένα, ἀπό τό γράμμα αὐτῶν, καί ἐπικαλούμενοι τόν τυχόν διακηρυγμένο ἤ συναγόμενο “καλό σκοπό” πού φέρεται ὅτι εἶχε, ἤ εἶναι δυνατόν νά λεχθῇ ὅτι εἶχε ὁ νομοθέτης κατά τήν θέσπιση τοῦ νόμου.

Στήν περίπτωση πού διακηρύσσεται κάποιος κακός σκοπός, ἤ που συνάγεται τέτοιος ἀπό τήν συγκεκριμένη διατύπωση τῆς ρυθμίσεως, νά συμπληρώνεται αὐτή ἑρμηνευτικῶς μέ ἐντοπισμό καί ἐπίκληση τῶν ἑρμηνευτικῶν κενῶν.  Τοῦτο, ἐν ἀνάγκῃ καί ἐναντίον τοῦ γράμματος τοῦ νόμου, μέ ἐπίκληση γενικωτέρων διατάξεων, π.χ. περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.

῾Η ἀντιμετώπιση τῆς προηγουμένης ἤ ἀνωτέρας ἐναντίας νομολογίας, ὅταν ἐννοεῖται αὐτή, ἀπό ἄγνοια καί χρήση ἀπῃρχαιωμένων μόνον νομοτεχνικῶν μεθόδων, εἴτε δέν ἀνεχαίτισε τήν ἐξελιγμένου τύπου ἀνομία, εἴτε καί συνεμάχησε μαζί της ρητῶς, πρέπει νά γίνεται μέ φειδώ, λιτά, ἀλλά καί μέ παρρησία. ῾Η πληρεστέρα καί βαθυτέρα αἰτιολόγησις τῶν  ἀποφάσεων τῶν κατωτέρων δικαστηρίων, ἡ προσφυγή εἰς τήν καρδία καί τό φιλότιμο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ χρήση λογικῶς ἄψογων ἐπιχειρημάτων, ὄχι μόνο δέν κλονίζει τήν ἀσφάλεια δικαίου, ἀλλά ἀντιθέτως κλονίζει τήν ἀσφάλεια τῆς ἀνομίας καί καθιστᾶ καί πάλι τήν νομολογία, ὅπως εἶναι ἀπό τήν φύση της, ἀληθινή πηγή δικαίου (ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ νομολογία δέν εἶναι πηγή δικαίου, ἔχουν μία γνώμη πού προσιδιάζει εἰς δουλικό δημόσιο ὑπάλληλο ἤ εἰς αὐταρχικό δικτάτορα, καί ὄχι εἰς δικαστή, οὔτε κάν εἰς διευθυντή ἤ προϊστάμενο δημοσίας ὑπηρεσίας).

῾Ο δικαστής, τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, πρέπει νά ξέρῃ ὅτι ἐάν ἀνταποκριθῇ ἐπαξίως εἰς τά καθήκοντά του, θά δημιουργήσῃ περισσοτέρους ἐχθρούς παρά φίλους. Καί ἐκ τῶν φίλων, πολλοί θά διστάζουν νά εἶναι μαζί του, θά ἀρκοῦνται εἰς ἔκφραση τῆς συμπαθείας τους, ἀπό τόν φόβο ὅτι ἡ ἀνομία θά τούς ἐκδικηθῇ καί αὐτούς.

Καθ᾿ ὅσον, ὁ δίκαιος δικαστής ἀντιμετωπίζεται ὅπως θά ἀντιμετωπίζετο καί ὁ Χριστός ἐάν ἤρχετο εἰς τήν γῆ. Οἱ ἄνομοι πού μισοῦν τόν Χριστό, ὄχι μόνον βλέπουν τόν καλό δικαστή ὡς ἐπικίνδυνον ἐχθρόν τῶν ἐπιδιώξεών τους ἤ καί τῶν ἰδίων, ἀλλά καί τόν μισοῦν παραλόγως, ὅπως καί τόν Χριστό. Τόν φοβοῦνται γιά τή δικαία κρίση του, τούς ἐλέγχει καί μόνη ἡ ὕπαρξίς του, καί ἄν μποροῦσαν θά τόν ἐξαφάνιζαν ἀπό προσώπου γῆς.

῾Ο δικαστής λοιπόν πού θέλει νά εἶναι ἐν τάξει μέ τήν συνείδησή του κατά τήν ἐποχή τῆς ἀνομίας, ὅσο καί ἄν ἀποφύγῃ τίς εὐθεῖες συγκρούσεις μέ ἰσχυρούς ἀνόμους, θά εὑρεθῇ εἰς τόν δρόμο τους καί, εἴτε θά τούς ἐμποδίσῃ, εἴτε θά ὑποκύψῃ. ᾿Από τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἀπαιτεῖται κάποια εὐλιξία, κάποια ἀτομική τακτική, κάποια ὑποστήριξη ἀπό τήν οἰκογένειά του, καί κυρίως πολλή προσευχή καί ταπείνωσις μετά παρρησίας, ὥστε νά ἀνθέξῃ ὁ δίκαιος δικαστής τίς διαβολές, τίς πιέσεις, τίς κακόβουλες ὑπονομεύσεις τῶν προσπαθειῶν του.

 

῾Ο δίκαιος δικαστής προλαμβάνει τήν ἀνομία μέ τίς ὀρθές λύσεις πού δίδει. Τήν κτυπᾶ στίς ρίζες της. Κάνει κυρίως πρόληψη, καί πολύ λιγώτερο καταστολή. Μέ τρόπο εὐθύ ἤ πλάγιο, ἀναλόγως τήν περίπτωση, τῆς κλείνει τούς δρόμους δράσεως. Καί ἐκεῖ εἶναι πού βοηθάει ὁ Θεός, ὅταν δηλαδή ἐμεῖς πράξωμεν τά ἐφ᾿ ἡμῖν, ὁ Θεός πράττει τά οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν.

Πρόκειται ἑπομένως γιά πολύ δύσκολο ἀγῶνα τοῦ δικαστοῦ, τοῦ ὁποίου ὅμως τά ἀποτελέσματα εἶναι δυνατόν νά εἶναι καταλυτικά γιά τήν  ἀνομία, καί ἄς φαίνεται αὐτή ἰσχυρότερη κατά πολύ σήμερα.

 

Γιά τόν δημόσιο ὑπάλληλο, τά πράγματα εἶναι καί εὐκολώτερα, καί δυσκολώτερα. Δέν ἀπαιτεῖται νά ἔρχεται καθημερινῶς εἰς σύγκρουση μέ τήν ἀνομία, νά τήν ἐλέγχῃ, νά τήν ἐμποδίζῃ. Συνήθως ἀρκεῖ να·μήν ἐνεργῇ ὁ ἴδιος ἀνόμως καί νά καλύπτῃ κατά τό δυνατόν, μέ δική του πρωτοβουλία, ἀπό τό ἀπόθεμα τοῦ νόμου τῆς συνειδήσεώς του, τά κενά πού ἀφίνουν  οἱ ἀδικίες τοῦ νομοθέτη ἤ τῶν ἀνωτέρων του. ῎Αν θέλῃ καί μπορῇ ὅμως, ἔχει τήν δυνατότητα νά ἑτοιμάζεται νά ἀντιμετωπίσῃ τίς αἰτίες τῆς ἀνομίας μέ ἀντιτρομοκρατικούς τρόπους.

᾿Αντιτρομοκρατικούς, διότι, ἡ ἀνομία ἐνεργεῖ τρομοκρατικῶς, δηλαδή αἰφνιδίως, μέ βία, μέ ἐξαναγκασμό, μέ παράλυση τῶν ἀντιστάσεων, ἤ μέ παράκαμψη τῶν ἀντιστάσεων, μέ ἐξουδετέρωση τῶν ἀντιδρώντων ἤ καί ἁπλῶς διαφόρως φρονούντων. ῾Επομένως, ὁ δημόσιος ὑπάλληλος, πρέπει μέ ἀνεξάρτητο φρόνημα καί ὄχι δουλικό, μέ ἠπιότητα, μέ ἀντίστοιχη ταχύτητα καί ὄχι ἀντίστοιχη τραχύτητα, πρός ἐκεῖνες τῆς ἀνομίας, νά παραλύῃ τήν ταχύτητά της, νά κάνῃ ὥστε νά ἀπορροφᾶται ἀπό τήν συνήθη διοικητική ἀδράνεια ὁ αἰφνιδιασμός της, νά τήν ἀντιμετωπίζῃ μέ ἀναφορά εἰς τό γράμμα τοῦ νόμου καί τήν ἀληθῆ, κατά Θεόν, ἔννοιά του, νά ἐπισείῃ ἐνώπιον ἀνωτέρων του τούς κινδύνους πού συνεπάγεται μία βεβιασμένη ἀπόφασις, καί ἀντικειμενικῶς ἀλλά καί διά τούς ἰδίους, νά καλύπτῃ τά νῶτα του ἀναφερόμενος εἰς ἄλλες ἀρχές πού ἀπεφάνθησαν διαφορετικά ἀπό ὅ,τι ζητᾶ ἡ ἀνομία, νά ἐπικαλεῖται γνῶμες ἤ ἀποφάσεις παλαιωτέρων ἐτῶν, ὅταν αὐτές πιό εὔκολα ἐχρωματίζοντο ἀπό χριστιανικό φρόνημα, νά ἀνατρέχῃ, ἐάν ἔχῃ τήν ἱκανότητηα καί τήν δυνατότητα, εἰς ἱστορική ἐρμηνεία θεσμῶν καί διατάξεων, καί νά ἀποφεύγῃ κατά τό δυνατόν νά παίρνῃ ὁ ἴδιος θέση εὐθείας συγκρούσεως ἔναντι τῆς ἀνομίας, ἐκτός καί ἄν δέν γίνεται ἀλλοιῶς ἤ ἄν βλέπῃ ὅτι μία σύγκρουση μαζί της σήμερα, γιά ἀξιόλογο πάντως ζήτημα, εἶναι πολύ πιθανό νά αἰφνιδιάσῃ ἐπιτυχῶς τήν ἀνομία γιατί αὐτή δέν ἔχει προλάβει νά διαβρώσῃ ἀρκετά τόν συγκεκριμένο χῶρο ἤ ὡς πρός τό συγκεκριμένο θέμα.

῞Οταν ὅμως τοῦ ζητηθῇ εὐθέως “ὑπακοή” στήν ἄνομη ἀπόφαση ἀπό ἀνώτερό του, ἐκεῖ πρέπει νά σταθῇ ἀκλόνητος, νά ἀναφερθῇ εἰς ὅποιον εἶναι πράγματι ἀνώτερος τοῦ ἀνωτέρου του - καί νά μήν παραιτηθῇ!

Αὐτή ἡ ἰδέα τῆς παραιτήσεως ἀπό μία θέση ὅταν κάποιος διαφωνῇ, ἔχει ἀνοίξει τόν δρόμο εἰς τήν ἀνομία. Οἱ ἄνομοι, ὅταν δοῦν ἀντιρρήσεις, ἔχουν τήν τάση νά βγάζουν ἀπό τόν δρόμο τους αὐτόν πού τούς ἐμποδίζει. Αὐτό τό χατῆρι δέν πρέπει νά τούς τό κάνουμε. Καί ἄς κάνουν ὅ,τι νομίζουν. ῾Υπάρχει καί ὁ Θεός.  

Μόνο μία περίπτωση παραιτήσεως βλέπω ὡς καλή. ῞Οταν τίθεται εἰς σοβαρό κίνδυνο ἡ ὑγεία ἤ ἡ τιμή ἡμῶν ἤ τῶν ἀγαπημένων προσώπων μας. ᾿Αλλά καί εἰς τήν περίπτωση αὐτή, ἡ παραίτησις αὐτοῦ ὁ ὁποῖος παραιτεῖται γιά τέτοιους λόγους, εἶναι συνήθως ἔνα πολύ ἰσχυρό ὅπλο γιά τήν ἀναχαίτιση τῆς ἀνομίας, ἀρκεῖ νά χρησιμοποιθῇ μέ φρόνηση, μέ κοινοποίηση πρός ἄλλους ἁρμοδίους τῶν βαθυτέρων λόγων τῆς παραιτήσεως (αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται εἰς τήν ἀνεπιτυχῆ προσπάθεια ἀναχαιτήσεως τῆς ἀνομίας ἀπό ἐμᾶς). ῾Η παραίτησις πρέπει νά μήν γίνεται βιαστικά, ἀλλά οὔτε καί μέ ὑπέρμετρη καθυστέρηση, καί, κατά κανόνα, πρέπει νά ἀποφεύγονται οἱ εὑρείας δημοσιότητος καταγγελίες.

῎Ετσι, ἡ πρᾶξις τῆς παραιτήσεως καί ἡ ἀπέχουσα χρονικῶς γνωστοποίηση τοῦ κειμένου μέ τούς λόγους τῆς παραιτήσεως, θά φέρουν ἀποτελέσματα καί δέν θά εἶναι δυνατόν νά θεωρηθῇ ἡ παραίτησις οὔτε ὡς προσωπική ἀντεκδίκησις, ο.ὔτε ὡς ἱστορικῆς ἤ ἀρχειακῆς σημασίας. Τό ὅπλο τῆς παραιτήσεως, εἶναι ἔσχατο ὅπλο καί κατά κανόνα βραδυφλεγές.

Χρειάζεται προσοχή μεγάλη, μήπως ἡ ἀντίστασις κατά τῆς ἀνομίας μεταπέσῃ εἰς πόλεμο κατά τῆς ἁπλῆς διαφθορᾶς. ῾Η διαφθορά ἔχει ὡς αἰτία καί τήν ἀνομία, ἀλλά νικώντας τήν διαφθορά δέν νικᾶται καί ἡ ἀνομία. ᾿Αντιθέτως, ὅποιος ἀντιμετωπίσῃ ἔστω καί λίγο τήν ἀνομία, ἐκκόπτει καί τίς αἰτίες καί τίς ἀφορμές ἐκδηλώσεως τῆς διαφθορᾶς.

Π.χ., τί νά τήν κάνουμε τήν ἐξάρθρωση ἑνός κυκλώματος λαθρεμπορίας καί ἀπάτης, ὅταν οἱ ἐπιτηδευμένως ἐλλειπεῖς καί δαιδαλώδεις ρυθμίσεις τοῦ νόμου, ἐπιτρέπουν ἤ εὐνοοῦν νέες λαθρεμπορίες καί νέες ἀπάτες;  Εἶναι καλλίτερα νά καλυφθοῦν νομολογιακῶς τά κενά τῶν ρυθμίσεων αὐτῶν, μέ ἑρμηνεῖες εὑρεῖες, ἐν ἀνάγκη δέ ἀκόμη καί ἐνάντιες πρός τό γράμμα τοῦ νόμου, ὡς πρός τό ποῖος ὀφείλει δασμούς καί τά πολλαπλά τέλη τῆς λαθρεμπορίας, ὡς πρός τό πότε εὐθύνεται ὁ συμβουλεύων ἄλλον, οὕτως ὥστε νά ἀποβαίνῃ πράγματι ἀνωφελής γιά τούς δράστες ἡ ἐκ νέου τέλεσις τῶν ἐγκλημάτων.  

Καί κάτι ἀκόμα. ῞Οταν ἐπιτυγχάνῃ κάποια μορφή ἀντιστάσεως εἰς τήν ἀνομία,, τότε δέν τελειώνει μία μάχη ἀλλά ἀρχίζει ἔνας πόλεμος, καί ἄς μήν φαίνεται. Στόν πόλεμο αὐτόν ὁ πολεμῶν τήν ἀνομία ἄνθρωπος, προστατεύεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπό τόν ὁποῖον ἀπεστάλη ὡς πρόβατον ἐν μέσῳ λύκων, ἀλλά κατά κανόνα ἠττᾶται ἐν τέλει ὁ ἄνθρωπος αὐτός καί νικᾶ ὁ Χριστός ὁ ἴδιος, διά νά μήν ὑπερηφανευθῆ ὁ ἄνθρωπος διά τήν ἀρετή του. Νικᾶ δέ ὁ Χριστός, μέ θαυμαστό τρόπο πάντα, τόσο θαυμαστό, ὥστε οἱ τελικῶς ἠττώμενοι ἄνομοι νά μήν στεροῦνται τῆς δυνατότητος μετανοίας.