Η ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ;

Γράφτηκε από τον/την Μιχαήλ Ράλλη.

... μᾶλλον ἐσκεμμένα ἔχει δημιουργηθεῖ σύγχυση μεταξύ φυτοθεραπείας καί ὁμοιοπαθητικῆς...

Μιχάλης Ράλλης, (Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ Τομέα Φαρμακευτικῆς Τεχνολογίας)
καί ὁμάδα φοιτητών του Τμήματος Φαρμακευτικῆς τοῦ ΕΚΠΑ,
Τμῆμα Φαρμακευτικῆς, Τομέας Φαρμακευτικῆς Τεχνολογίας,
Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.

Α' Μέρος

Στίς ἡμέρες μας, πλήν τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ἐξασκοῦνται πολλές παράπλευρες θεραπεῖες, οἱ ὁποῖες εἶναι γνωστές μέ τόν ὄρο «ἐναλλακτικές θεραπευτικές μέθοδοι». Ἡ διάδοση αὐτῶν τῶν θεραπειῶν κατά τά τελευταῖα χρόνια ἔχει ἐντυπωσιακά αὐξηθεῖ. Στατιστικά δεδομένα ἀναφέρουν ὅτι περίπου τό 30% τῶν ἀσθενῶν καταφεύγουν σέ αὐτές, γεγονός τό ὁποῖο ἔχει προκαλέσει κοινωνικό προβληματισμό σέ Εὐρώπη καί Ἀμερική. Τοῦτο ὀφείλεται ὄχι τόσο στήν οἰκονομική διάσταση τοῦ θέματος, ἡ ὁποία εἶναι σοβαρή, χωρίς ἀντίστοιχη οὐσιαστική προσφορά τῶν ὑπηρεσιῶν ὑγείας, ὅσο στίς τραγικές συνέπειες πού μπορεῖ νά ἔχουν στήν πορεία σοβαρῶν ἀσθενειῶν, μέ τόν ἀποπροσανατολισμό τῶν ἀρρώστων ἀπό τή σωστή διάγνωση καί θεραπεία πού προσφέρει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς.[1]

Σχετικά πιό γνωστές εἶναι ὁ βελονισμός-ἠλεκτροβελονισμός, τό ρέικι, ἡ ἰριδολογία, ἡ χειροπρακτική, ἡ ρεφλεξολογία, ἡ βιοενεργητική, τό τάι τσί, ἡ ὀστεοπαθητική, ὁ διαλογισμός, οἱ ἀναπνοές, οἱ ραϊχικές τεχνικές (ὀργονομία), ἡ γιόγκα, ἡ κινησιολογία, ἡ μακροβιοτική, τό σιάτσου, τό ἀϊκίντο, ἡ ἀκουστικό-ψυχο-φωνολογία, ἡ ἀνθρωποσοφική ἰατρική, ἡ ἄουρα σόμα, ἡ ἀτμοϋγροποίηση, ἡ αὐτοθεραπεία, ἡ βιομαγνητική θεραπεία, ἡ θεραπεία Γκέρσον, ἡ βιοχορευτική. Τῆς φαρμακευτικῆς ἅπτονται περισσότερο ἡ ὁμοιοπαθητική, ἡ ἀρωματοθεραπεία, ἡ ἁγιουρβέδα, ἡ γεμμοθεραπεία, ἡ κρυσταλλοθεραπεία, τά ἀνθοϊάματα Μπάχ, τά ἅλατα τοῦ Schuessler.[2] Ἀπ' ὅλες τίς ἀνωτέρω ἀναφερόμενες μεθόδους, οἱ πλέον διαδεδομένες, μέ σημαντική ἀπήχηση στόν γενικό πληθυσμό, εἶναι ἡ ὁμοιοπαθητική, ὁ βελονισμός καί ἡ χειροπρακτική. Πράγματι, ὡς πρός τήν ὁμοιοπαθητική, ὁ ἀριθμός τῶν ἀσθενῶν καί τῶν σχετικῶν ἐπιστημόνων, ἰατρῶν καί φαρμακοποιῶν, φαίνεται νά αὐξάνεται σημαντικά. Παραδείγματος χάριν, πρίν ἀπό 20-30 χρόνια, σέ ὅλη τήν Ἀθήνα ὑπῆρχαν ἐλάχιστα φαρμακεία πού διακινοῦσαν ὁμοιοπαθητικά φάρμακα.

Σήμερα, ἐλάχιστα εἶναι τά φαρμακεῖα πού δέν διακινοῦν τά ὁμοιοπαθητικά σκευάσματα. Ἐκτιμᾶται ὅτι στή χώρα μας τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα ἀγγίζουν τό 1% τοῦ συνόλου τῶν διακινούμενων φαρμάκων.

Ὁ ἀνωτέρω φαίνονται νά εἶναι ἐκ τῶν κύριων λόγων γιά τόν ὁποῖον ἱκανός ἀριθμός φοιτητῶν τῆς Φαρμακευτικῆς δέν ἀρκοῦνται στήν ἐνημέρωσή τους ἀπό τό μάθημα ἐπιλογῆς τοῦ Τμήματος Φαρμακευτικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μέ θέμα «Φυτοθεραπεία–Ομοιοπαθητικη», ἀλλά παρακολουθοῦν καί σεμινάρια ὁμοιοπαθητικῆς, ἐκτός τοῦ Τμήματος, τά ὁποία ὀργανώνουν διάφορες ἑνώσεις ὁμοιοπαθητικῶν, ἐπ' ἀμοιβή. Σημειωτέον, γιά τήν ἀποφυγή σύγχυσης, εἶναι τελείως διαφορετική ἡ «φυτοθεραπεία» τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, ὅπου τά φυτά χρησιμοποιοῦνται στήν παρασκευή «φυτικῶν-γαληνικῶν φαρμάκων», μέ ἐπιστημονικά τεκμηριωμένη φαρμακολογική δράση.

Τό ἐνδιαφέρον αὐτό τῶν συναδέλφων φαρμακοποιῶν, ἀλλά καί εὐρύτερα τῶν ἐπιστημόνων τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν ὑγεία, ὅπως τῶν ἰατρῶν καί τῶν ὀδοντιάτρων, εἶναι καθαρά οἰκονομικό ἤ ὑπάρχουν καί ἐπιστημονικοί λόγοι;

Ἐπιστήμονες ἰατροί-φαρμακοποιοί, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τήν ὁμοιοπαθητική, ἔχοντας μάλιστα ἱδρύσει καί σχετικές ἐπιστημονικές ἑταιρεῖες, ὅπως τήν Ἑλληνική Ἑταιρεία Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς καί τήν Ἑλληνική Ἑταιρεία Ὁμοιοπαθητικῶν Φαρμακοποιῶν, ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι ἐπιστήμη, διεξάγοντας καί σχετικό ἀνά διετία συνέδριο. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τά δυό τελευταῖα (14οκαι 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς) πραγματοποιήθηκαν ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Πανεπιστημίου Αἰγαίου.[3]

Πολλοί ἐπιστήμονες ἰατροί, οἱ τῆς κλασικῆς (ἤ ἀλλοπαθητικῆς, ὅπως ὀνομάζεται ἀπό τούς ὁμοιοπαθητικούς συναδέλφους τους) ἰατρικῆς, καί πολλοί ἄλλων συναφῶν εἰδικοτήτων, ὅπως φαρμακοποιοί, βιολόγοι, βιοχημικοί, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ὁμοιοπαθητική ὄχι μόνον δέν εἶναι ἐπιστήμη, ἀλλά ἀντιεπιστήμη σκοταδιστικοῦ χαρακτήρα.[4, 5, 6]
Κανένας ἐπίσημος ἰατρικός εὐρωπαϊκός ἤ ἀμερικανικός σύλλογος δέν τήν ἀποδέχεται οὔτε ως ἰατρική εἰδικότητα, ἀλλά οὔτε καί ως ἐπιστήμη. Κανένα ἐπίσης καταξιωμένο πανεπιστήμιο ἤ τμῆμα αὐτοῦ, ἐκτός τῶν ἰδῖων τῶν ὁμοιοπαθητικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἱδρύσει δικά τους κολλέγια καί ἀκαδημίες, δέν διδάσκει καί δίνει πτυχία ὁμοιοπαθητικῆς.[7]

Λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τίς ἀνωτέρω ἀντιθέσεις, τήν εὐρεία ἐξάπλωση καί ἀπήχηση τῆς ὁμοιοπαθητικῆς ἰατρικῆς στόν εὐρωπαϊκό πληθυσμό, ἀντίθετα μέ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ὅπου οὐσιαστικά δέν ὑφίσταται, καί τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστήμη πρέπει νά εἶναι καθαρή, σαφής καί ὄχι θολή, καθώς καί ὅτι δέν ὑπάρχουν πολλές ἀλήθειες, ἀλλά αὐτή εἶναι μία, καί αὐτήν ὀφείλουμε ὡς ἐπιστήμονες ἀδιακόπως νά ψάχνουμε, κατωτέρω γίνεται προσπάθεια προσέγγισης τοῦ κατά πόσον ἡ ὁμοιοπαθητική στηρίζεται σέ ἀντικειμενικά ἐπιστημονικά δεδομένα καί ἀποτελεῖ ἐπιστήμη.[8]

Σχετικά μέ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἄξιον ἀναφορᾶς εἶναι ὅτι τό 1900 ὑπῆρχαν 15.000 ὁμοιοπαθητικοί ἰατροί, ἐνῶ τό 1976 μόνο 224.

Ποῦ ὀφείλει τήν ὕπαρξή της;

Ἱδρυτής τῆς εἶναι ὁ γερμανός ἰατρός Samuel Hahnemann (1755-1843), ὁ ὁποῖος τό 1810 ἐξέδωσε τήν ὀνομαζόμενη «Βίβλο» τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, τό ΟΡΓΑΝΟΝ τῆς θεραπευτικῆς τέχνης. [9,10]
Στήν Ἑλλάδα, ἱδρυτής τῆς θεωρεῖται ὁ μηχανικός Γεώργιος Βυθούλκας, ἐπίτιμος πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς καί πρόεδρος τῆς Διεθνοῦς Ἀκαδημίας Κλασικῆς Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς. Ρόλο στήν ἵδρυσή της φαίνεται νά ἔχει καί ἡ ἀείμνηστη ψυχίατρος Εἰρήνη Δημητριάδου-Μπαχά. Ὁ Βυθούλκας ἀποκαλεῖ τήν ὁμοιοπαθητική «θεία ἐπιστήμη».[11]

Βασικές ἀρχές τῆς ὁμοιοπαθητικῆς.

Α. Νόμος τῶν ὁμοίων

Similia Similibus Curentur. Τά ὅμοια θεραπεύονται μέ τά ὅμοια» εἶναι ἡ βασική ἀρχή στήν ὁποία στηρίζεται καί ἐκ τῆς ὁποίας ἔλαβε καί τό ὄνομά της ἡ ὁμοιοπαθητική (ὅμοιον πάθος).
Ἱστορικά, ὁ ἀνωτέρω νόμος στηρίχτηκε στήν παρατήρηση τήν ὁποία ἔκανε ὁ Hahnemann στόν ἑαυτό του, ὅτι ἡ λήψη ἀφεψήματος τοῦ φλοιοῦ τῆς κιγχόνης προκαλοῦσε πυρετό καί, γενικότερα, τά συμπτώματα τῆς ἐλονοσίας. Ἡ ἀνωτέρω παρατήρηση χαρακτηρίστηκε ἀπό τόν καθηγητή πειραματικῆς φαρμακολογίας Ἰωακείμογλου, ὠς αυταπάτη του Hahnemann, δεδομένου ὅτι ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἔχουν λάβει τό ἀνωτέρω ἐκχύλισμα, καθώς καί τό προϊόν αὐτοῦ, τό κινίνο, χωρίς οὔτε διαλείποντα πυρετό νά πάθουν οὔτε ἄλλα συμπτώματα ἐλονοσίας. Ἀντιθέτως, ὅπως ἀναφέρεται στό σύγγραμμα τοῦ καθηγητοῦ τῆς Φαρμακογνωσίας Φωκᾶ, τό ἀνωτέρω φυτό ἔχει ἀντιπυρετικές ἰδιότητες. Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη σύγχρονων ἐρευνητῶν, τό σύμπτωμα τό ὁποῖο παρατήρησε ὁ Hahnemann στόν ἑαυτό του, πρέπει νά ὀφειλόταν σε αλλεργικῆ ἀντίδραση του σέ συστατικό ἤ συστατικά του ἐκχυλίσματος τῆς κιγχόνης.[12, 13]

Β. Νόμος τῆς ὁλότητας.

Σύμφωνα μέ τήν ὁμοιοπαθητική καί σέ ἀντίθεση, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, μέ τήν κλασική ἰατρική, ἐπιδιώκεται ἡ ὑγεία τοῦ «ὅλου», δηλαδή ὁλόκληρού του ὀργανισμοῦ[14]. Βέβαια, κάτι τέτοιο, σέ σχέση μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη, δέν εἶναι ἀληθές, δεδομένου ὅτι ἡ ὑγεία ὁρίζεται, σύμφωνα μέ τόν Παγκόσμιο Ὀργανισμό Ὑγείας, ὡς ἡ πλήρης σωματική, ψυχική, νοητική, ἀκόμη καί κοινωνική ὑγεία, δηλαδή ὑγεία ὄλου τοῦ ὀργανισμοῦ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.[15]

Γ. Νόμος τῆς ἐξατομικεύσεως.

Σύμφωνα μέ τήν ὁμοιοπαθητική καί, ἀντιθέτως ἀπ' ὅ,τι ἰσχυρίζονται γιά τήν κλασική ἰατρική, ἡ προσέγγιση τῆς ὁμοιοπαθητικῆς εἶναι ἐξατομικευμένη. Οἱ ἀνάγκες τῆς ὑγείας ἑνός ἀνθρώπου μπορεῖ νά διαφέρουν σημαντικά ἀπό ἄλλον ἀσθενῆ μέ τήν ἴδια κλινικοπαθολογική συνδρομή (καθένας ἔχει τή δική του ἰδιοσυγκρασία).[14]
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι καί ἡ ἐπιστημονική ἰατρική δρᾶ καί ἐκείνη ἐξατομικευμένα, ἀφοῦ πρωτίστως ἀσχολεῖται κατ' ἰδίαν μέ τόν ἀσθενῆ καί τήν εὐτική τοῦ ἀντιμετώπιση ως ἑνιαίου ψυχοσωματικοῦ συνόλου, κατά τήν «ψυχοσωματική ἰατρική» τοῦ Κάρλ Γιουνκ.[8]

Δ. Νόμος τῆς κατευθύνσεως τῶν συμπτωμάτων ἤ Νόμος τοῦ Hering.

Πραγματική βελτίωση τῶν συμπτωμάτων ἐπέρχεται ὅταν τό κέντρο βάρους μίας ἀσθένειας ἤ τά συμπτώματα ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ φαρμάκου, μετακινοῦται ἀπό:
1. ἕνα ἐσωτερικό ὄργανο σέ ἕνα ἐπιφανειακό,
2. ἕνα σημαντικό σέ ἕνα λιγότερο σημαντικό,
3. τά ἀνώτερα μέρη στά κατώτερα (ἀπό πάνω πρός τά κάτω),
4. τήν πρόσθια ἐπιφάνεια στήν ὀπίσθια,
5. ἀντίστροφα πρός τή φορά πού εἶχε ἕως τώρα.[14,16]

Ὁ ἀνωτέρω νόμος, τουλάχιστον ὡς πρός τήν ἐπιστημονική ἰατρική, φαντάζει τουλάχιστον παράξενος, δεδομένου ὅτι ἡ προσπάθεια γίνεται γιά ἀπευθείας θεραπεία τῶν συμπτωμάτων καί ὄχι γιά μεταφορά αὐτῶν.

Παραδείγματος χάριν, τό αἰτούμενο εἶναι νά θεραπευθεῖ τό ἕλκος τοῦ στομάχου στό συγκεκριμένο ὄργανο, καί ὄχι αὐτά νά μετακινηθοῦν σέ ἄλλο ὄργανο, ὅπως στό δέρμα, πράγμα βέβαια πού δέν εἶναι καί δυνατόν νά γίνει, οὔτε καί ἔχει παρατηρηθεῖ τέτοια μετατόπιση στήν κλινική ἰατρική πράξη. Φυσικά καί εἶναι γνωστό στήν κλασική ἰατρική, καί τό λαμβάνει ὑπ' ὄψιν στή θεραπευτική ἀγωγή, πώς συμπτώματα τά ὁποῖα ἐμφανίζονται σέ ἕνα ὄργανο περιφερειακό, ὅπως τό δέρμα, εἶναι δυνατόν νά ἀντανακλοῦν συσχετίζονται μέ ἐσωτερική πάθηση.

Γιά παράδειγμα, τό σάρκωμα Kaposi δεικνύει ἀδυναμία τοῦ ἀνοσοποιητικοῦ συστήματος τοῦ ὀργανισμοῦ, δηλαδή ἀνοσοανεπάρκεια, καί εἶναι δυνατόν νά συνδέεται μέ σοβαρότατες ἀσθένειες, ὅπως τό σύνδρομο τῆς ἐπίκτητης ἀνοσοανεπάρκειας (AIDS). Μεταφορά, πάντως, τῶν συμπτωμάτων, κατά τήν ἔννοια τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, δέν παρατηρεῖται.

Ε. Νόμος τῆς ἀπειροελαχιστότητας - δυναμοποιήσεως

Στήν ἀρχή, ὁ Hahnemann χορηγοῦσε τά φάρμακα, σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τῶν ὁμοίων, σέ κανονικές δόσεις. Ἐπειδή ὅμως αὐτό προκαλοῦσε μεγάλη ἐπιδείνωση, σέ τέτοιο μάλιστα βαθμό, ὥστε ἦταν προβληματική ἡ ἐπανάληψη τῆς χορήγησης, πραγματοποίησε διαδοχικές ἀραιώσεις γιά μέν τίς διαλυτές οὐσίες μέ νερό ἤ οἰνόπνευμα, γιά δέ τίς ἀδιάλυτες μέ γαλακτοσάκχαρο, καί κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ θεραπευτική ἐπενέργεια τῆς ὁμοιοπαθητικῆς αὐξάνει μέ τήν ἀραίωση. Ἔτσι, ἀπειροελάχιστες δόσεις δραστικῶν οὐσιῶν ἔχουν ἰσχυρότερη θεραπευτική δράση ἀπό μία πυκνότερη δόση τῆς ἴδιας οὐσίας. Ἡ ἀνωτέρω δράση ἐπιτυγχάνεται γιά μέν τίς διαλυτές οὐσίες μετά ἀπό κραδασμούς γιά κάθε ἑκατοστιαία διάλυση, γιά δέ τίς ἀδιάλυτες μετά ἀπό λειοτρίβηση στίς ἀρχικές τρεῖς διαλύσεις καί κραδασμούς ἐν συνέχειᾳ. Ἡ ἀνωτέρω διαδικασία τῶν διαδοχικῶν σταδίων ἀραιώσεως καί κρούσεως ὀνομάστηκε δυναμοποιηση του φαρμάκου.[9, 10, 16, 17, 18].

Οἱ διαλύσεις αὐτές εἶναι πολύ σημαντικές, καί συνήθως ξεπερνοῦν καί τόν ἀριθμό τοῦ Avogadro, δηλαδή τό 6*1023 μόρια, τό ὁποῖο ἔχει ἕνα γραμμομόριο, μέ ἀποτέλεσμα τό πλέον σύνηθες εἶναι νά μήν περιέχεται πρακτικά οὔτε ἕνα μόριο τῆς οὐσίας στό χορηγούμενο φάρμακο. Τά περισσότερα ὁμοιοπαθητικά φάρμακα τοῦ ἐμπορίου κυκλοφοροῦν σέ ἀραιώσεις τῆς τάξεως τῶν 1/106 – 1/1030, ἐνῶ κυκλοφοροῦν καί σκευάσματα μέ ἀραιώσεις τῆς τάξεως 1/10030 ἤ καί ἀνώτερες αὐτῆς. Ἀναφέρονται ἀκόμη καί ἀραιώσεις τῆς τάξεως 1/10050.000 ἤ 1/10200.000. Πρακτικά, λοιπόν, τά φάρμακα δέν περιέχουν τίποτα ἤ οὐσιαστικά τίποτε ἀπό τήν οὐσία-φάρμακο ἡ ὁποία ἀναφέρεται ὅτι περιέχεται.[9, 10,17, 18, 19, 20, 21, 22, 23]

Μέ τή δυναμοποίηση θεωρεῖται ὄτι ενεργοποιειται τό φάρμακο, καί στήν ἐνέργεια αὐτή ὀφείλεται ἡ δράση του.[9, 10, 17, 23]

Ὅμως πῶς εἶναι δυνατόν κάτι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο νά ἔχει δράση; Ὁ βασικός νόμος τοῦ Ἀϊνστάιν ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐνέργεια εἶναι ἀνάλογή της μάζας (Ε= mc2). Ὅταν λοιπόν ἡ μάζα εἶναι οὐσιαστικά μηδενική, τότε καί ἡ ἐνέργεια θά εἶναι ἐπίσης μηδενική.[21] Συνεπῶς, τουλάχιστον γιά τό ἴδιο τό φάρμακο, δέν μπορεῖ κανείς νά ἰσχυριστεῖ ὅτι εἶναι «ἐνεργοποιημένο», ἐνῶ ἀκόμη καί γιά τό ἔκδοχό του, τή στιγμή πού, σύμφωνα μέ τόν Hahnemann, σέ σκιερό μέρος αὐτό μπορεῖ γιά δυό χρόνια νά εἶναι σταθερό, λογικά αὐτή ἡ ἐνέργεια θά ἔχει «φύγει» πρός τό περιβάλλον. [9

Ἡ ἀσθένεια

Οἱ αἰτίες τῶν ἀσθενειῶν, ὑποστηρίζουν οἱ ὁμοιοπαθητικοί, εἶναι ἐνεργειακές-δυναμικές, καί ὄχι ὑλικές. Δέν εἶναι δηλαδή τά βακτηρίδια, τά μικρόβια ἤ οἱ ἰοί ὑπεύθυνα γιά τίς ἀσθένειες, ἀλλά αὐτό πού φέρουν ἐν δυνάμει, ἡ «ψυχή» τους, ἡ δυναμική τους κατάσταση, ἡ ὁποία μπορεῖ νά φέρει δυναμικές-ἐνεργειακές μεταβολές στόν ὀργανισμό τοῦ ὑγιοῦς πού ἔχει προδιάθεση νά προσβληθεῖ ἀπό τούς νοσογόνους παράγοντες.[10,17, 24]

Ἔτσι, γιά παράδειγμα, σύμφωνα μέ τόν Kent, δέν εἶναι ὁ βάκιλλος τῆς φυματιώσεως ὑπεύθυνος γιά τή νόσο, διότι αὐτός ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν ὀργανισμό μετά τήν ἀσθένεια, συμπληρώνοντας ὅτι οἱ «ἀλλοπαθητικοί» λαμβάνουν λανθασμένα τό ἀποτέλεσμα ως αἰτία.

Οἱ χαρακτηριστικές ἀσθένειες τῆς ἀνθρωπότητας χωρίζονται σέ δυό κατηγορίες. Στήν πρώτη ἀνήκουν ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται ξαφνικά καί ἔχουν γρήγορη ἐξέλιξη (ὀξεῖες). Ὀφείλονται σέ διατάραξη της ζωτικής δυνάμεως καί συνήθως θεραπεύονται, σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, σέ σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Στή δεύτερη ἀνήκουν ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἀρχικά ἐμφανίζονται μέ ἀσήμαντα ἐκ πρώτης ὄψεως συμπτώματα, τά ὁποῖα ὀφείλονται σέ διατάραξη τῆς ζωτικῆς δύναμης ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ θεραπεύοντας τό νόσημα.[17]

Γιά τά χρόνια νοσήματα ὑπάρχουν προδιαθέσεις οἱ ὁποῖες δέν βρίσκονται σέ ἀπόλυτη ἐξάρτηση ἀπό τή σωματική ὑγεία τῶν γονέων, ἀλλά καί ἀπό παράγοντες ὅπως ἡ ψυχική διάθεση τῶν γονέων κατά τήν ὥρα τῆς συλλήψεως, ἡ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη ταλαιπωρία τῆς ὑγείας τούς ἕως ἐκείνη τήν ὥρα κ.λπ.[10]. Ο Hahnemann περιέγραψε τρεῖς βασικές αἰτίες στίς ὁποῖες ὀφείλονται τά χρόνια νοσήματα, γιά τίς ὁποῖες χρησιμοποίησε τόν ὄρο «μιάσματα». Τά μιάσματα μπορεῖ νά ὑπάρχουν ἀπό μόνα τους στόν ἀσθενῆ ἤ σέ συνδυασμό μεταξύ τους. Τό πρῶτο, παλαιότερο, κυριότερο καί καταστρεπτικότερο μίασμα εἶναι το ψωρικό (ἡ ὁρολογία προέρχεται ἀπό τή γνωστή ψώρα, ἡ ὁποία εἶναι κνησμῶδες δερματικό ἐξάνθημα). Σύμφωνα μέ τόν Hahnemann, τό ἀνωτέρω μίασμα ταλαιπωρεῖ τό ἀνθρώπινο γένος, μίας καί κατά τούς τελευταίους αἰῶνες ἔχει γεννήσει χιλιάδες μή ἀφροδίσιων ἀσθενειῶν, ἀπίστευτα διαφορετικῶν μεταξύ τους.[10]

Ἔτσι, συνδέθηκε ἡ ψώρα μέ σωματικές ἀρρώστιες, συμπεριλαμβανομένου τοῦ καρκίνου, τοῦ διαβήτη, τῆς ἀρθρίτιδας καί ψυχοδιανοητικῶν, ὅπως τῆς ἐπιληψίας, τῆς σχιζοφρένειας, τῆς ἠλιθιότητας.[25] Ὡς δεύτερο μίασμα ἀναφέρει το συφιλιδικό, τό ὁποῖο οἱ ἀσθενεῖς πού τό φέρουν, εἴτε τό ἀπέκτησαν μετά ἀπό προσβολή τους ἀπό τή σύφιλη εἴτε κληρονομικά ἀπό κάποιον προσβληθέντα πρόγονο, τά χαρακτηριστικά του ὁποίου μεταφέρονται ἀπό γενιά σέ γενιά.[16] Τό τρίτο μίασμα εἶναι το συκωτικό, τό ὁποῖο προῆλθε ἀπό ἕνα εἶδος γονόρροιας, τήν ὁποία ὁμοίως παρουσίασε ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενής ἤ κάποιος πρόγονός του[16]. Πάντως, ἀναφέρει ὅτι εἶναι εἶδος γονόρροιας ἡ ὁποία δευτερογενῶς ἐμφανίζει κονδυλώματα, ἐνῶ ἡ «ἄλλη γνωστή γονόρροια δέν διαπερνᾶ τόν ὀργανισμό, ἐρεθίζοντας ἁπλῶς τά οὐροποιητικά ὄργανα».[10]

Τά πράγματα μπλέκονται ὅταν, σύμφωνα μέ τούς ὁμοιοπαθητικούς, γεγονός συνηθισμένο, ἐμπλέκονται περισσότερά του ἑνός μιάσματα, ὅπως τῆς σύφιλης ἀναμεμειγμένης μέ ψώρα.

Ἐπιπλέον, ὁ Hahnemann ἀναφέρει καί τίς φαρμακευτικές ἀσθένειες οἱ ὁποῖες μποροῦν νά ἐμφανιστοῦν μαζί μέ τά μιάσματα.

Ἄν στή συμπτωματολογία τῶν τριῶν μιασμάτων προστεθοῦν καί οἱ παρενέργειες τῶν φαρμάκων, ἡ θεραπεία γίνεται πάρα πολύ δύσκολη καί σέ πολλές περιπτώσεις ἀδύνατη.[10]
Κάτω λοιπόν ἀπό τά πιθανῶς ἀδύναμα, ἀκόμη καί παροδικά ἐνοχλήματα, ὑπάρχουν στρώματα προδιάθεσης, τά ὁποία εἶναι γνωστά καί ὠς επικαλύμματα. Γιά νά ὑπάρξει πλήρης θεραπεία, πρέπει νά θεραπευτοῦν ἕνα ἕνα τά ἐπικαλύμματα, προδιαθέσεις-μιάσματα. Κάθε ἐπικάλυμμα ἐμφανίζεται μέ συγκεκριμένη εἰκόνα – σύνολο συμπτωμάτων συγκεκριμένης ἐντάσεως. Γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ἕνα ἐπικάλυμμα, πρέπει νά συνταγογραφηθεῖ ἕνα συγκεκριμένο φάρμακο συγκεκριμένης δυναμοποιήσεως, ὤστε να συντονίζεται μέ τή δόνηση ἡ ὁποία συμβαίνει στό συγκεκριμένο ἐπικάλυμμα. Μέ τόν καιρό θά θεραπευθεῖ τό συγκεκριμένο ἐπικάλυμμα καί θά ἀναφανεῖ τό ὑποκάτω αὐτοῦ μέ νέα εἰκόνα συμπτωμάτων, ἡ ὁποία μπορεῖ νά διαφέρει ἔστω καί ἐλάχιστα μέ τήν προηγούμενη. Τότε δίδεται νέο φάρμακο, καί ἡ θεραπεία συνεχίζεται ἕως τήν ἀπομάκρυνση ὅλων τῶν μιασματικῶν προδιαθέσεων-ἐπικαλυμμάτων, ὥστε νά φθάσει ὁ ἀσθενής στήν πλήρη θεραπεία. [17, 25]

Ἡ θεωρία τῶν μιασμάτων δέν ἔχει κανένα ἐπιστημονικό ἔρεισμα. Ο Hahnemann δέν ἀπάντησε στό ἐρώτημα.[10] Ο Κent, ἐκ τῶν θεμελιωτῶν τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, ἀπάντησε στό θέμα μέ μᾶλλον μεταφυσικό τρόπο, συνδυάζοντας τό ψωρικό μίασμα μέ τήν ἐπιθυμία γιά τήν τέλεση τοῦ κακοῦ. Δήλωσε ὅτι «ὁ ἄνθρωπος μέ τό νά σκέπτεται καί νά ἐπιθυμεῖ τό κακό, προετοιμάζει τό σῶμα του νά δεχθεῖ τήν ἀσθένεια». Ἀκόμη, ὁ Hahnemann ἀναφέρει σποραδικές ἀσθένειες οἱ ὁποῖες προσβάλλουν ἐδῶ καί ἐκεῖ, ταυτόχρονα, μερικούς μόνο ἀνθρώπους, ἐξαιτίας μετεωρολογικῶν καί γήινων ἐπιδράσεων καί βλαπτικῶν παραγόντων. Ἀναφέρεται καί στίς ἐπιδημικές ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες εἶναι συγγενεῖς τῶν σποραδικῶν καί συχνά ὀφείλονται στόν πόλεμο, σέ πλημμύρες καί λιμούς.[9]
Ἐπίσης, πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι, σύμφωνα μέ τήν ἐνεργειακή προέλευση τῶν ἀσθενειῶν, σημασία ἔχει καί ἠ συχνότητα συντονισμοῦ, ὅπου ὁ ὀργανισμός κάθε δεδομένη στιγμή εἶναι εὐαίσθητος σέ νοσογόνα ἐρεθίσματα μίας συχνότητας ἑνός μόνο ἐπιπέδου. Ἔτσι, ἕνα ἄτομο μπορεῖ νά παρουσιάζει «ἀνοσία» στή γονόρροια γιά δυό λόγους: ἤ εἶναι τόσο ἄρρωστος ἤ τόσο ὑγιής ὥστε δέν συντονίζεται μέ τό ἐπίπεδο συχνότητας ἐπενέργειας τῆς γονόρροιας.[11]

Ποιές ἀσθένειες θεραπεύει;

Ὅπως προκύπτει ἀπό τίς θεραπευτικές ἐνδείξεις τῶν ὁμοιοπαθητικῶν φαρμάκων, ἄν ἴσως ἑξαιρέσει κανείς τίς ἀσθένειες τῶν ὁποίων ἡ θεραπεία εἶναι χειρουργική, ὅλες οἱ ἄλλες σχεδόν, ὀξεῖες καί χρόνιες, εἶναι δυνατόν νά θεραπευτοῦν μέ τήν ὁμοιοπαθητική, γεγονός τό ὁποῖο ὑποστηρίζεται ἀπό τόν μεγαλύτερο μετά τόν Hahnemann θεωρητικό της ὁμοιοπαθητικῆς, τόν Kent.[10, 16, 17, 23] Ἔτσι, στίς λίστες τῶν θεραπευομένων μέ τήν ὁμοιοπαθητική νοσημάτων, μπορεῖ κανείς νά δεῖ τόν σακχαρώδη διαβήτη, τό σύνδρομο ἐπίκτητης ἀνοσοανεπάρκειας, μολυσματικά καί λοιμώδη νοσήματα, ὅπως ὁ ἄνθραξ, ὁ τέτανος, ἡ χολέρα, ἡ ἐλονοσία, ἡ λέπρα, ὁ τυφοειδής καί ὁ κίτρινος πυρετός, αὐτοάνοσα, μορφές καρκίνου ὅπως ἡ λευχαιμία, ἡπατικά, καρδιολογικά, ἀναπνευστικά, ψυχιατρικά καί πολλά ἄλλα νοσήματα.[10, 16, 24]

Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τόν Hahnemann, μόνο σέ ἐξαιρετικά ἐπείγουσες περιπτώσεις, ὅπου ὁ ὁμοιοπαθητικός δέν ἔχει τόν ἀναγκαῖο χρόνο νά δράσει ὁμοιοπαθητικά, ὅπως σέ ἀσφυξία, καταπληξία, πνιγμό κ.λπ., τότε ἐπιτρέπεται ἡ καταφυγή στήν «ἀλλοπαθητική». Αὐτό ὅμως πολύ παροδικά, ὥστε νά μήν εἰσαχθοῦν λαθραῖα τά «ἀλλοπαθητικά» φάρμακα ὅπως κάποιοι προσπάθησαν. Ἡ προσπάθεια αὐτή ὀνομάστηκε ἀπό τόν Hahnemann «αἵρεση τῶν μιγάδων».[9]

Στό δεύτερο μέρος τοῦ ἄρθρου θά γίνει ἀναφορά στά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα, κατά πόσον θεραπεύει ἡ ὁμοιοπαθητική, ἄν εἶναι ἐπικίνδυνη ἤ ὄχι καί ἄν, τελικά, ἀποτελεῖ ἐπιστήμη.

Β' Μέρος

Φάρμακο

Τό φάρμακο στήν ὁμοιοπαθητική εἶναι τό κέντρο. Ἡ διάγνωση δέν καταλήγει στήν τάδε ἤ δείνα ἀσθένεια, ἀλλά σέ ἕνα καί μόνο φάρμακο, τό ὁποῖο μπορεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ὑποτίθεται θεραπεύσει, νά ἀλλάξει, ὥστε τό ἑπόμενο φάρμακο νά θεραπεύσει τήν ὑποκείμενη ἀσθένεια ὅπως τό μίασμα.

Σύμφωνα μέ τόν Hahnemann, ἡ θεραπευτική δύναμη τῶν φαρμάκων στηρίζεται στά συμπτώματά τους, τά ὁποία ὁμοιάζουν μέ τήν ἀρρώστια ἀλλά ὑπερισχύουν αὐτῆς σέ δύναμη. Ἡ διαταραγμένη ζωτική δύναμη ἀπό τήν ἀσθένεια, μέ τή χορήγηση ἑνός «δυναμοποιημένου» φαρμάκου, ἡ ἐκλογή τοῦ ὁποίου ἔγινε σύμφωνα μέ τήν ὁμοιότητα τῶν συμπτωμάτων, προσβάλλεται ἀπό μία κάπως ἰσχυρότερη ὅμοια τεχνητή ἀρρώστια. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐξαλείφεται τό αἴσθημα τῆς ἀσθενέστερης δυναμικῆς προσβολῆς τῆς ἀρρώστιας, ἡ ὁποία ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς δέν ὑπάρχει γιά τή ζωτική ἀρχή τοῦ ὀργανισμοῦ πού πλέον ἀπασχολεῖται μέ τήν ἰσχυρότερη τεχνητή προσβολή τῆς ἀσθένειας, γεγονός τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τήν ὁμοιοπαθητική, ἀφήνει τόν ἄρρωστο θεραπευμένο. Ἡ ἀπελευθερωμένη πλέον ζωτική δύναμη μπορεῖ νά συνεχίσει πάλι τή ζωή μέ ὑγεία. Μέ τόν τρόπο αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Hahnemann, οἱ τεχνητές νοσογόνες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὀνομάζει φάρμακα, ἐρεθίζουν τή ζωτική δύναμη μέ μία ὅμοια νοσογόνο ἀλλά ἰσχυρότερη δύναμη, μέ ἀποτέλεσμα νά νικιόνται ἀπό τή ζωτική δύναμη πολύ εὐκολότερα οἱ ἀσθενέστερες φυσικές ἀρρώστιες.[3]

Τό φάρμακο τῆς ὁμοιοπαθητικῆς ἤ, ἐπί τό ὀρθότερον, τό «ὁμοιοπαθητικό παρασκεύασμα», δέν δρᾶ ὑλικά, ἀλλά ἀποκαθιστᾶ τή διαταραγμένη ἐσωτερική ζωτική δύναμη τοῦ ὀργανισμοῦ, «συνηχώντας» μέ αὐτήν. Στόν σκοπό αὐτό ἀναλώνεται ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ ὁμοιοπαθητικοῦ θεραπευτοῦ, ὥστε ἀφενός νά δώσει τό ἐνδεδειγμένο φάρμακο ως πρός τή φύση του, ἀλλά καί αὐτό νά ἔχει τήν κατάλληλη «δύναμη-συχνότητα», ὥστε νά γίνει «συνήχηση» τῶν δυό ζωτικῶν δυνάμεων, δηλαδή τῆς διαταραγμένης ἰδιοσυγκρασίας τοῦ ὀργανισμοῦ μέ τήν ἄλλη τοῦ δυναμοποιημένου ὁμοιοπαθητικοῦ φαρμάκου.[2, 21]

ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ

Ἡ ἐλάχιστη δόση τῶν πολύ καλά δυναμοποιημένων φαρμάκων, σύμφωνα μέ τόν ἱδρυτή τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, ἀπελευθερώνει πολύ μεγαλύτερη θεραπευτική δύναμη σέ σχέση μέ τό ἴδιο φάρμακο σέ μεγάλη δόση. Μόνο ἡ ἐλάχιστη δόση μπορεῖ νά περιέχει τήν καθαρή, φανερή, πνευματοειδή φαρμακευτικη δύναμη. Μία φαρμακευτική πρώτη ὕλη εἶναι τόσο πιό δραστική ὅσο πιό ἐλεύθερη καί ἄυλη γίνεται μέ τή δυναμοποίηση.[3] Οἱ λανθάνουσες δυνάμεις τῶν οὐσιῶν στή φυσική κατάσταση εἶναι κοιμώμενες καί ἀπελευθερώνονται ὅταν ἀραιώνονται πολύ, ἐνῶ γίνονται δραστικότερες μέ τό κατάλληλο τρίψιμο καί τούς κραδασμούς. Ο Hahnemann, μάλιστα, προτείνει ἀκόμη καί γιά τίς θεωρούμενες ὡς ἀδύνατες φαρμακολογικά οὐσίες, τήν 30η δυναμοποίηση αὐτῆς τῆς οὐσίας.[3]

Ὅσο πιό ἀραιωμένο εἶναι τό φάρμακο τόσο καί ἡ πιθανή ἐπιδείνωση μπορεῖ νά εἶναι μικρότερη.[3]
Πρακτικά, αὐτό τό ὁποῖο λαμβάνει ὁ ἀσθενής, εἶναι κάτι ἀπειροελάχιστο ἤ περίπου τίποτα ἤ, στήν κυριολεξία, ἀπολύτως τίποτα. Αὐτός εἶναι, βέβαια, καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ νομοθεσία δέν ἀπαιτεῖ καμία τοξικολογική δοκιμασία, διότι, μέ βάση τήν ἐπιστήμη, τίς ἀρχές τῆς ὁποίας ἀκολουθεῖ καί ἡ τοξικολογία, χορηγοῦνται οἱ ἀδρανεῖς πρῶτες ὕλες οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τό ἔκδοχο, ὅπως γαλακτοσάκχαρο ἤ ἄμυλο ἤ ἀπιονισμένο νερό. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι, κατά τή φαρμακολογία, ὅλα τά φάρμακα ἔχουν παρενέργειες, καί «φάρμακο χωρίς παρενέργειες δέν εἶναι φάρμακο», εἶναι ἀδρανής οὐσία.[7] Τέτοια εἶναι καί τά εἰκονικά φάρμακα. Δηλαδή, οὐσιαστικά τά εἰκονικά φάρμακα ταυτίζονται μέ τά ὁμοιοπαθητικά.

ΕΙΔΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Προέρχονται ἀπό φυτικούς, ζωικούς ὀργανισμούς, καθώς καί ἀπό ὀρυκτά. Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλοῦν τά ὀνομαζόμενα ισοθεραπευτικα, ὅπως τό «πύον ἤ τό αἷμα ἤ τά οὔρα ἤ οἱ ρινικές βλέννες κ.ἅ.» ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀσθενῆ, ἤ τα βιοθεραπευτικά, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται εκκριμα ἀσθενοῦς μέ ἰλαρά (Morbillinum), ἤ ετερο-ἰσοθεραπευτικά απο ἀλλεργιογόνα, τρίχες, φτερά, γύρη κ.ἅ. Ἐπίσης, χρησιμοποιούνται ζωα ὁλόκληρα νωπά, ὅπως ἡ μέλισσα, ἤ ἡ κόνις ἀπό κανθαρίδες κ.ἅ.[5, 6 ]

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Γίνεται σέ ὑγιεῖς ἀνθρώπους, ἐπιλέγοντας τίς οὐσίες οἱ ὁποῖες, ἀραιωμένες καί δυναμοποιημένες, προκαλοῦν ὅσο τό δυνατόν ὅμοια συμπτώματα μέ τήν ἀσθένεια.[3]

ΑΣΥΜΒΑΣΙΕΣ

Ο Hahnemann γιά τίς χρόνιες ἀσθένειες ἀναφέρει ὁρισμένα τρόφιμα, φάρμακα ἤ συνήθειες, ὡς ἀσύμβατα στήν ὁμοιοπαθητική θεραπεία. Ὁρισμένα παραδείγματα εἶναι: ὁ καφές, τό κινέζικο τσάι, ἡ σοκολάτα, τά μπαχαρικά, τά σκευάσματα γιά τήν ὑγιεινή τῶν δοντιῶν, ἡ βανίλια, τά ὠμά βότανα στίς σοῦπες, οἱ ρίζες καί τά φύτρα τῶν κοτσανιῶν, τά φύτρα τοῦ λυκίσκου, τό σέλινο, ὁ μαϊντανός, τά ἄγρια ξινά χόρτα, ὅλοι οἱ βολβοί, ὁ ὑπερβολικός θηλασμός, ἡ νυχτερινή-ἡδονική ζωή, τό ὑπερβολικό ἁλάτι ἤ ἡ ζάχαρη, ὁ καθιστικός τρόπος ζωῆς κ.ἅ.[3] Ἀναφέρονται, ἐπίσης, ἡ μέντα, ἡ κάμφορα, ὁ καπνός τοῦ ταμπάκου, ἡ εὐγενόλη, τό γαριφαλέλαιο, τά μάλλινα ἐσώρουχα, ἡ ὑπερβολική καθαριότητα.[5, 8, 9]

Ὁ Βυθούλκας ἀναφέρει τόν ἥλιο, τήν ὑψηλή θερμοκρασία καί τίς ἔντονα ἀρωματικές οὐσίες, καί ἰδιαίτερα τήν κάμφορα, συμπληρώνοντας ὅτι εἶναι ἄγνωστο γιατί ἀδρανοποιοῦνται μέ αὐτόν τόν τρόπο τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα.[4]

Ἐπίσης, ἀναφέρονται γιά εἰδικά φάρμακα ἀσυμβασίες: τό χαμομήλι γιά τά Causticum -Sulphur, τά ὀστρακοειδή γιά τό Lycopodium, τό κρασί γιά τά Acidum benzoicum, Zincum κ.ἅ.[5]
Μέ τά ἀνωτέρω ἀναφερθέντα, οἱ ἀκολουθοῦντες ὁμοιοπαθητική «θεραπεία» δέν εἶναι εὔκολο νά βροῦν ὀδοντόκρεμα, γιατί περιέχουν μέντα, νά χρησιμοποιήσουν ἀφρό ξυρίσματος μέ ἄρωμα μέντας ἤ νά βάλουν ἀλοιφές καί κρέμες οἱ ὁποῖες περιέχουν κάμφορα.

Γιά τίς ἀνωτέρω ἀσυμβασίες, ἄν ἑξαιρέσει κανείς τά λεγόμενα τοῦ Hanhemann, τά ὁποία λίγο ἕως πολύ ἀποτελοῦν «δόγματα» γιά τήν ὁμοιοπαθητική, δέν μπορεῖ κανείς, παραδείγματος χάριν, στή μεγαλύτερη βάση ἐπιστημονικῶν δεδομένων τῆς ἰατρικῆς-φαρμακευτικῆς-βιολογίας, τό Medline, ὅπου εἶναι ἐνταγμένα καί πολύ μεγάλο πλῆθος ὁμοιοπαθητικῶν περιοδικῶν, ὅπως αὐτά τοῦ οἴκου Elsevier, νά βρει μελέτες πού νά ἀποδεικνύονται οι ἀνωτέρω ἀσυμβασίες, ἀκόμα καί ὅσον ἀφορᾶ τόν καφέ...

Προφανῶς, θά ὑπάρχει κάποια ἀναφορά κάποιου ὁμοιοπαθητικοῦ, ἀλλά αὐτό εἶναι ἀρκετό γιά τήν ἐξαγωγή τεκμηριωμένων συμπερασμάτων; Ἐδῶ πρέπει, ἐπίσης, νά ἀναφερθεῖ ὅτι πολλές ἀπό τίς οὐσίες, ἐκχυλίσματα, φυτά, σύμφωνα μέ ἐπιστημονικές μελέτες τῆς ἐπιστημονικῆς ἰατρικῆς, ἔχουν θεραπευτική γιά τόν ὀργανισμό σημασία, ὅπως ἡ σοκολάτα, τό κινέζικο τσάι, ἡ βανίλια, τό σέλινο, ὁ καφές σέ μικρή δόση. Τό τσάι καί ἡ μαύρη σοκολάτα ἔχουν σημαντική προληπτική δράση γιά τόν καρκίνο καί τίς ἀγγειοπάθειες.

ΔΥΝΑΜΟΠΟΙΗΣΗ

Ἡ ὁμοιοπαθητική ἀναπτύσσει τίς ἐσωτερικές πνευματοειδεῖς φαρμακευτικές δυνάμεις τῶν πρώτων ὑλῶν, μέ μηχανική ἐπίδραση στά σωματίδιά τους, μέ τριβή καί δόνηση. Ἔτσι ἀναπτύσσονται οἱ κοιμισμένες, κρυμμένες πρίν μέσα τουςδραστικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν τή ζωτική δύναμη. Ἡ ἐπεξεργασία αὐτή ὀνομάστηκε δυναμοποίηση, δηλαδή αὔξηση τῆς δύναμης. Σέ συνδυασμό μέ τήν ἀραίωση, λαμβάνεται ἀληθινή ἀποκάλυψη τῶν εἰδικῶν φαρμακευτικῶν δυνάμεων. Γιά παράδειγμα, ἕνας κόκκος ἁλατιοῦ ἀραιωμένος σέ πολύ νερό, χάνεται. Αὐτή ἡ ἀραίωση φτάνει σέ ἀξιοθαύμαστη δύναμη μέ τόν καλά πραγματοποιούμενο τρόπο δυναμοποιήσεως.[3]

Ὁ Βυθούλκας ἀναφέρει ὅτι δέν ὑπάρχει ὅριο στή δυναμοποίηση, ἀκόμα καί ὅταν ὁ ἀριθμός τοῦ Avogadro ξεπερνιέται, καί κανένα μόριο τῆς ἀρχικῆς οὐσίας δέν περιέχεται στό διάλυμα.[4]

Ἡ ζωτική αὐτή δύναμη, σύμφωνα μέ τόν πολύ γνωστό καί θεωρούμενο ἀπό ὁρισμένους ὡς καθηγητή τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, Σπύρο Διαμαντίδη, ταυτίζεται μέ τήν ἐνέργεια τσί τῶν Κινέζων ἤ τήν ὀργόνη τοῦ Ράιχ. Ο Winer τήν ταυτίζει μέ τήν ἰνδουιστική «πράνα ἤ κουνταλίνι», ὁ Μέσμερ, πού θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς παραψυχολογίας, μέ τόν «ζωϊκό μαγνητισμό», ὁ Ἱπποκράτης μέ τή «θεραπευτική δύναμη τῆς φύσης», ὁ Παράκελσος μέ τή «magnale», οἱ καββαλιστές μέ τό «ἀστρικό φῶς», ὁ Fludd μέ «spiritus», οἱ μυστικιστές καί οἱ μεταφυσικοί, ὅπως ὁ Σουέντεμπορκ, μέ τήν «αἰθερική ἐνέργεια ἤ βιοενέργεια ἤ ἁπλή οὐσία», ἡ βιταλιστική σχολή μέ τή «ζωτική ἐνέργεια, ζωτική δύναμη, ζωτικό σῶμα», ὁ Βυθούλκας μέ τή «συμπαντική ἐνέργεια», ὁ Kent μέ τή «στοιχειώδη οὐσία».[10]

Μαγεία καί oμοιοπαθητική

Ἀναφέρεται ὅτι τό φάρμακο εκπνευματιζεται, ὅτι ἐνεργοποιεῖται ὁ ὑπερβατικός κόσμος, ὅτι ὁ θεραπευτής ἀποτελεῖ κανάλι παγκόσμιων ἐνεργειῶν (σέ ὁρισμένα μέρη χρησιμοποιοῦν ραβδία καί ἐκκρεμῆ), ὅτι ἐνεργοποιεῖται ὁ ζωικός μαγνητισμός τοῦ Μέσμερ, δηλαδή τοῦ προδρόμου τοῦ πνευματισμοῦ καί τῶν ἀποκρυφιστικῶν μεθόδων, ἐνῶ ἀναφέρεται ὡς μέθοδος θεραπείας καί ἡ ἐπίθεση χειρῶν ἀπό ἀνθρώπους μεγάλης πνευματικότητας.

Ὁ Ζερβάνος ἀναφέρει ὅτι κλάδος τῆς μαγείας εἶναι ἡ ὁμοιοπαθητική μαγεία. O Παράκελσος, ἀλχημιστής καί γιατρός τῆς Ἀναγέννησης, ἔγραφε γιά τή ζωτική δύναμη, ὅτι αὐτή ὡς ἐνέργεια ἀκτινοβολεῖται ἀπό τόν ἕναν ἄνθρωπο στόν ἄλλον καί ὅτι μπορεῖ νά δρᾶ καί ἀπό ἀπόσταση. Πίστευε ὅτι μπορεῖ νά καθαρίζει τό σῶμα καί νά ἀποκαθιστᾶ τήν ὑγεία, ἤ νά τό δηλητηριάζει καί νά προκαλεῖ τήν ἀρρώστια.[9, 11] Οἱ πολυνήσιοι γιατροί τῆς Χούνα συμφωνοῦσαν ὅτι ἡ ζωτική ἐνέργεια μπορεῖ νά μεταβιβαστεῖ ἀπό ἀνθρώπους σέ ἀντικείμενα.[4]

Θεραπεύει ἡ ὁμοιοπαθητική;

Ἡ ὁμοιοπαθητική, ὄντως, ὁρισμένα νοσήματα φαίνεται νά τά θεραπεύει. Ποιά ὅμως νοσήματα; Τα αυτοϊώμενα, τῶν ὁποίων τό ποσοστό εἶναι γνωστό ὅτι πλησιάζει τό 80% τῶν νοσημάτων. Τέτοια νοσήματα εἶναι ἡ γρίπη, ἕνας ἁπλός ἄνευ ἰδιαίτερης αἰτίας πονοκέφαλος, μία ἁπλή φλεγμονή, ἕνα λουμπάγκο κ.ἅ. Στά νευρωσικά-ψυχοσωματικά νοσήματα, τά συμπτώματα ἐγκαταλείπουν τόν ἄρρωστο σέ ὑψηλά ποσοστά (75%) μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου. Σέ τέτοια νοσήματα, ἡ ὁμοιοπαθητική ἔχει ἀποτελέσματα διά τῆς αὐθυποβολῆς, λόγω τῆς προσοχῆς τήν ὁποία δείχνει στόν ἀσθενῆ ὁ ὁμοιοπαθητικός θεραπευτής–ιατρος, ἀκούγοντας τόν, δίνοντάς του χρόνο νά μιλήσει καί κερδίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη του, κάτι τό ὁποῖο οἱ τῆς ἀποκαλούμενης κλασικῆς ἰατρικῆς κακῶς ἐφαρμόζουν ἐλάχιστα.

Ἡ συνεργασία τοῦ ἰατροῦ καί τοῦ φαρμακοποιοῦ μέ τόν ἀσθενῆ ἔχει καίριο ρόλο στή θεραπεία, καί σήμερα δέν δίνεται ἡ πρέπουσα σημασία. Τό εἰκονικό φάρμακο, γενικά, μπορεῖ ὁρισμένες παθολογικές καταστάσεις νά τίς θεραπεύσει, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ μέ τεκμηριωμένες ἐπιστημονικές μελέτες, ἕως καί σέ ποσοστό 40% των περιπτώσεων. Ἐνεργεῖ διά τῆς αὐθυποβολῆς, τήν ὁποία ἡ ἰατρική θεωρεῖ καί ως ὑπεύθυνη γιά τή δράση τῶν ὁμοιοπαθητικῶν φαρμάκων. Ὡς γνωστόν, τό ἔγκυρο ἐπιστημονικό περιοδικό στόν χῶρο τῆς ἰατρικῆς Lancet, τεκμηριωμένα κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι τό ὁμοιοπαθητικό φάρμακο ἔχει τή δράση τοῦ εἰκονικοῦ φαρμάκου ἤ ἔχει ἀμφίβολη δράση.[1, 11, 12] Στά ἴδια συμπεράσματα περί ἐλλείψεως ἀντικειμενικῆς δράσεως, ἔχουν καταλήξει καί ἄλλοι ἐρευνητές.[13] Ὁ Ἀμερικανός Winer, ἐκ τῶν πλέον γνωστῶν ὁμοιοπαθητικῶν, σημειώνει στό βιβλίο του ὅτι «ὁ ἀσθενής μπορεῖ νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ὁμοιοπαθητική μέθοδο μέσα ἀπό τό φαινόμενο τοῦ εἰκονικοῦ φαρμάκου».[7] Στήν αὐθυποβολή εἶναι δυνατόν νά προστεθεῖ καί ἡ φροντίδα τῶν ὁμοιοπαθητικῶν νά πείσουν τούς ἀσθενεῖς τους ὅτι θά θεραπευθοῦν. «Πρέπει κανείς νά πιστέψει βαθιά ὅτι θά θεραπευτεῖ.[7]

Εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ὁμοιοπαθητική;

Εἶναι πρωτίστως ἀλήθεια ὅτι εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά «θεραπεύεις» μέ τήν ὁμοιοπαθητική ἀρρώστους οἱ ὁποῖοι νά πάσχουν ἀπό θεωρούμενες ὡς ἐπικίνδυνες γιά τήν ὑγεία ἀσθένειες, ὅπως εἶναι ὁ καρκίνος, διάφορες σοβαρές λοιμώξεις, πνευμονικά οἰδήματα, καρδιολογικά νοσήματα. Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τήν ὁμοιοπαθητική ἰδίως γιά τήν ἔλλειψη σέ πάρα πολλές περιπτώσεις λογικῆς σέ αὐτήν, ἐνῶ οὐσιαστικά ἀπορρίπτονται φάρμακα ἀπαραίτητα γιά τή θεραπεία, ὅπως τά ἀντιβιοτικά γιά τίς λοιμώξεις.

Ἀνατρέπουν πολλές φορές τή λογική αἰτίου-ἀποτελέσματος, ὅπως δέν φταίει ὁ βάκιλος τῆς φυματιώσεως ἤ ὁ ἰός τοῦ AIDS γιά τίς ἀντίστοιχες ἀσθένειες, ἀλλά ἡ προδιάθεση τοῦ ὀργανισμοῦ. 7] Μέ βάση τήν ὁμοιοπαθητική, τά φάρμακα τῆς κλασικῆς ἰατρικῆς εἶναι νοσογόνοι παράγοντες.[4]

Μέ τόν τρόπο αὐτό, σύν τό γεγονός τοῦ «δόγματος» τῆς χορήγησης ἑνός μόνο φαρμάκου, ἀναρωτιέται κανείς τί κάνει ὁ ὁμοιοπαθητικός ἰατρός ὅταν ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ἕνα ὀξύ πνευμονικό οἴδημα, ὅπου χρειάζεται γιά τήν ἀντιμετώπισή του νά δοθοῦν ἄμεσα τουλάχιστον τρία φάρμακα, ἤ μία ὑψηλή ἀρτηριακή πίεση, ἤ ὅταν ἔχει νά ἀντιμετωπίσει πλῆθος διαφορετικῶν ἀσθενειῶν, ὅπως διαβήτη συνδυασμένον, ὅπως πολύ συχνά συμβαίνει, μέ ἀγγειολογικά καί νευρολογικά προβλήματα;[21]

Γιά τά ἐμβόλια, οἱ ὁμοιοπαθητικοί εἶναι ἀντίθετοι, ὑποστηρίζοντας ὅτι παρεμποδίζουν τήν ἀνοσοποιητική λειτουργία. Ἀλλά καί ὅτι χρόνιες παθήσεις ὀφείλονται σέ αὐτά, ἐπειδή ὁ ἐμβολιασμός αλλαζεί τη δονητική συχνότητατου ἀμυντικοῦ μηχανισμοῦ. [4] Φανταστεῖτε νά τούς «ἀκούσει» ἡ ἐπιστημονική κοινότητα καί νά σταματήσει τόν παιδικό ἐμβολιασμό, τί κινδύνους θά μποροῦσε νά σημάνει κάτι τέτοιο.

Ἡ διάγνωσή τους, πού οὐσιαστικά στρέφεται στή φαρμακευτική ἀσθένεια καί προκύπτει σύμφωνα μέ τά κριτήρια τοῦ Hanhemann, ὑποβαθμίζει τόσο τή σωματική ἐξέταση ὅσο καί τίς ἐργαστηριακές ἐξετάσεις, μέ ἀποτέλεσμα, ἄν ἕνα σύμπτωμα, ὅπως μία φαινόμενη ἡμικρανία, κρύβει ἕναν ἐγκεφαλικό ὄγκο, νά μή διαγιγνώσκεται. Κάτι τέτοιο παρουσιάζει ὑψηλή ἐπικινδυνότητα, δεδομένου ὅτι μπορεῖ νά χαθεῖ πολύτιμος χρόνος, δεδομένων καί τῶν προτεινομένων ἐξάρσεων τῶν ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες πολλές φορές θεωροῦνται ὡς θετικές, προηγούμενες τῆς θεραπείας.[4]

Ἀναφέρονται ὅμως καί περιπτώσεις διακοπῆς τῆς ἰνσουλίνης σέ διαβητικό, χημειοθεραπείας σέ λευχαιμίες παιδιῶν ἤ ἄλλων θεραπευτικῶν μεθόδων τῆς ἐπιστημονικῆς ἰατρικῆς, μέ ἀποτέλεσμα τή δυσάρεστη ἔκβαση.[7]

Ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμός Ὑγείας (ΠΟΥ), κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι πολλοί ὁμοιοπαθητικοί προσπαθοῦν νά θεραπεύσουν ἀσθένειες ὅπως τό σύνδρομο τῆς ἐπίκτητης ἀνοσοποιητικῆς ἀνεπάρκειας (AIDS) ἤ τήν παιδική διάρροια, ὅπου τά παιδάκια εὔκολα μπορεῖ νά ἀφυδατωθοῦν καί νά χάσουν τή ζωή τους, ἐξέδωσεΟδηγια, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «δέν συνιστᾶ τή χρήση τῆς ὁμοιοπαθητικῆς στίς περιπτώσεις τοῦ ἰοῦ HIV, τῆς ἐλονοσίας, τῆς φυματιώσεως, τῆς γρίπης, καθώς καί τῆς παιδικῆς διάρροιας».[14]

Ἀκόμα καί ἡ ἄποψη τοῦ Βυθούλκα, ὅτι ἡ ὁμοιοπαθητική εἶναι «θεία ἐπιστήμη» καί μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀνεκτίμητο ὄργανο γιά τή γοργή πνευματική ἀνέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους[4], μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἐπικίνδυνη.

Εἶναι ἐπιστήμη ἡ ὁμοιοπαθητική;

Οἱ βάσεις, οἱ κύριοι νόμοι στούς ὁποίους βασίζεται ἡ ὁμοιοπαθητική, στηρίζονται στό τρίπτυχο στό ὁποῖο ἔχει βασιστεῖ ἡ ἐπιστήμη, δηλαδή στό πείραμα, στήν παρατήρηση καί στό λογικό συμπέρασμα; Ὑπάρχει ἐπιστημονική γνώση ἤ εἶναι ἀναπόδεικτη καί παραμένει θεωρία πρός ἀπόδειξη; Ὁ Βυθούλκας παραδέχεται ὄτιδεν ὑπάρχει ἐπιστημονική ἐξήγηση του φαινομένου τῆς θεραπευτικῆς μέσω τῆς δυναμοποιήσεως.[4]

Ο Hanhemann δημιούργησε τόν νόμο τῶν ὁμοίων, στηριζόμενος καί στήν αὐταπάτη τῆς κιγχόνης, στίς ἀραιώσεις, στή δυναμοποίηση, στά μιάσματα, στή ζωτική δύναμη καί σέ ἄλλα «παράξενα» γιά τήν ἐπιστήμη, τά ὁποία μᾶλλον εἶναι μυστηριώδη καί παράδοξα. Δέν ὑπάρχει ἡ γνώση τοῦ ἐπιστητοῦ, ἡ σημερινή ἐπιστημονική γνώση δέν χρησιμοποιεῖται, τό δόγμα τῆς φαρμακολογίας «περί δόσεως πολύ χαμηλῆς μή δραστικῆς, δόσεως δραστικῆς, δόσεως τοξικῆς» καταλύεται, ἡ λογική πολλές φορές δέν χρησιμοποιεῖται ἀλλά χρησιμοποιειται ἡ μεταφυσική (ἐνέργειες, ζωτική δύναμη κ.ἅ.). Ἡ ροή αὐτή τῆς ἐνέργειας ἀνάμεσα στό «κοσμικό-συμπαντικό» περιβάλλον καί τόν ἄνθρωπο, καί ὅταν αὐτή δέν ρέει ὁμαλά, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῆς ἀσθένειας, σίγουρα δέν ἀποτελεῖ ἐπιστημονική διαπίστωση, ἀλλά ἀνήκει στόν χῶρο τοῦ μεταφυσικοῦ. Καί μέ αὐτό τό μεταφυσικό «θεραπεύει» ὁ ὁμοιοπαθητικός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ, σύμφωνα μέ τήν ὁμοιοπαθητική, ἕναν ἀγωγό πού κινητοποιεῖ τή «θεραπευτική δύναμη τῆς ζωῆς».

Εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία, οἱ ἀπόψεις τῆς ὁμοιοπαθητικῆς αὐθαίρετες, χωρίς ἐπιστημονική βάση, παρά τίς κατ' ἐπανάληψη προσπάθειες ὁρισμένων ἐρευνητῶν νά βροῦν ἐπιστημονικά ἐρείσματα γιά νά τή στηρίξουν. Καίριος εἶναι καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γίνονται οἱ μελέτες, καί τό σημαντικό εἶναι τά μετρήσιμα ἀδιαμφισβήτητα κριτήρια τά ὁποῖα λείπουν ἀπό τήν ὁμοιοπαθητική. Οὐσιαστικά,διπλές τυφλές μελέτες, μέ ἀντικειμενικά κριτήρια, δέν πραγματοποιοῦνται. Ἁπλῶς ἔχουν τά δικά τους περιοδικά καί κάνουν τά δικά τους συνέδρια, μήν μπορώντας, λόγω κυρίως τῆς σαθρότητας τῶν ἐπιλεγμένων πρωτοκόλλων, νά ἀνακοινώσουν-δημοσιεύσουν σέ διεθνῆ ἔγκυρα ἐπιστημονικά συνέδρια ἤ περιοδικά.

Οἱ ἀπόψεις τῆς ὁμοιοπαθητικῆς εἶναι αὐθαίρετες καί χωρίς καμία ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση, παρά τίς προσπάθειες κάποιων ἐρευνητῶν.[1] Σύμφωνα μέ τόν Jonas, ἡ ποιότητα τῶν μελετῶν ἐπιτρέπει μόνον ὑποψίες. Οἱ δοκιμές τείνουν νά εἶναι μικρές καί ἀτελεῖς. Σε διπλή τυφλή μελέτη, σχετική μέ καταπολέμηση τοῦ πόνου, τά ἀποτελέσματα ἦταν ἀρνητικά. Τό ἐπιχείρημα τῶν ὁμοιοπαθητικῶν ἦταν ὅτι σέ συστηματικές μελέτες δέν μποροῦν νά προσαρμόσουν τή δόση καί τόν χρόνο θεραπείας ἀνά περίπτωση. Στό ἐπιχείρημα αὐτό, ὁ Jonas ἀναφέρει ὅτι μέ ὅλες αὐτές τίς πιθανές προσεγγίσεις τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, ἕνας ἀπεριόριστος ἀριθμός δοκιμασιῶν θά ἦταν ἀναγκαῖος γιά νά ἀποδείξει ὅτι καμία ἀπό αὐτές δέν εἶναι ἀποτελεσματική. [15] O Coldacre ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀξιοπιστία πρωτοκόλλων στά ὁποῖα οἱ ἀσθενεῖς εἶναι δυνατόν νά γνωρίζουν ἄν λαμβάνουν εἰκονικό φάρμακο ἤ ὁμοιοπαθητικό, ἤ ἐπίσης νά εἶναι δυνατόν νά γίνεται ἐπιλογή τῶν ἀσθενῶν ἀπό τούς τελοῦντες τή μελέτη, οἱ ὁποῖοι θά λαμβάνουν τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα καί τό εἰκονικό φάρμακο.[6] Ὁρισμένοι ὁμοιοπαθητικοί, πρός τιμήν τους, ἀναφέρουν, ἔστω καί ἐμμέσως, τήν ἔλλειψη ἱκανῶν καί ἀξιόπιστων κλινικῶν μελετῶν, ἐπισημαίνοντας ὅτι «ἀρκετοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζητοῦν καλύτερες κλινικές μελέτες γιά νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἡ ὁμοιοπαθητική ὄντως λειτουργεῖ».[8] Στήν ποιότητα τῶν μελετῶν ἀναφέρεται καί ὁ Linde μέ τήν ὁμάδα του, ὅπου διαπιστώθηκε ὅτι ὅσο καλύτερη ἦταν ἡ ποιότητα τῆς ἀκολουθούμενης μεθοδολογίας τῶν ὁμοιοπαθητικῶν μελετῶν τόσο τά ἀποτελέσματα ἦταν λιγότερο θετικά.[16]

Κυρίως προσπάθησαν νά ἐκμεταλλευτοῦν τήν πλάνη μίας ἐρευνητικῆς ὁμάδας ἀπό τήν Ἐλβετία, ἡ ὁποία ἔφτασε στό λανθασμένο συμπέρασμα, κατόπιν πειραματικῆς διαδικασίας, ὄτι το νερό ἔχει «μνήμη», δηλαδή οἱ οὐσίες ἀφήνουν κάποιο ἀποτύπωμα τῆς ὑπάρξεώς τους στό νερό, ἀκόμη καί ἄν εὑρέθησαν σέ πολύ μικρά ποσοστά καί δέν ὑπάρχουν πλέον. Ἡ λανθασμένη αὐτή ἐργασία δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Nature, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι μία ὁμάδα ἐπιστημόνων σταλμένη ἀπό τό περιοδικό θά πήγαινε γιά νά ἐπιβεβαιώσει τά ἀποτελέσματα.[17] Πράγματι, πῆγε ἡ ἐπιτροπή, τυχαιοποίησε τά δείγματα καί ἀπέδειξε τό ἀβάσιμο τῶν ἀποτελεσμάτων καί τό ἀπόλυτο ψεῦδος τῶν συμπερασμάτων, καί μέ δημοσίευση σέ τεῦχος τοῦ Nature, λίγο μεταγενέστερο, ἀλλά πολύ κοντά στή λανθασμένη δημοσίευση, διέψευσε τήν προηγούμενη δημοσιευμένη ἔρευνα. [18] Ἀργότερα εὑρέθη ὅτι σχεδόν ὅλα τά μέλη τῆς ἐρευνητικῆς ὁμάδας καί ὁ ὑπεύθυνος ἦταν συνδεδεμένοι μέ τήν ὁμοιοπαθητική.

Ἄν κανείς «εἰσέλθει» στόν δικτυακό τόπο τοῦ κέντρου ὁμοιοπαθητικῆς πού βρίσκεται στήν Ἀλόννησο, θά διαπιστώσει ὅτι στή βιβλιογραφία ἀναφέρει κατά κόρον τά ἄρθρα τῆς ἐρευνητικῆς ὁμάδας ἡ ὁποία κατέληξε στό ἀνωτέρω ψευδές συμπέρασμα. Στόν δέ δικτυακό τόπο τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς, σημειώνεται ἀκόμη τό λανθασμένο συμπέρασμα τῆς ἀνωτέρω ὁμάδας, ἀναφέροντας τήν ἀρχική παραπομπή τοῦ περιοδικοῦ Nature, χωρίς νά ἀναφέρεται ἡ διάψευση των ἀποτελεσμάτων αὐτῶν.[19] O Sutton σημειώνει στό Lancet ὅτι ἕνας διαλύτης, ὅπως τό νερό, μέ τήν ἐδῶ καί χιλιετίες παρουσία τοῦ ἔχει ἔλθει σέ ἐπαφή μέ πολλές οὐσίες. Γιά ποιό λόγο νά μή φέρει μαζί του τίς δικές του μνῆμες ὅταν προστίθεται σέ ἕνα ὁμοιοπαθητικό σκεύασμα, πώς μπορεῖ νά ἀναπτύσσει ἀμνησία καί νά μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ στά ὁμοιοπαθητικά σκευάσματα, καί ἀναρωτιέται, τό νερό πού πίνουμε τί μνῆμες φέρει καί τί ἀποτέλεσμα δημιουργεῖ σέ ἐμᾶς;[20]

Ἐπιπλέον, ὅπως ἀναφέρθηκε καί ἀνωτέρω, ἡ ὁμοιοπαθητική συμπλέκεται καί μέ αὐθαίρετες ἐξηγήσεις καί μέ ἄλλους ἀσαφεῖς τομεῖς. Ὅπως μέ τή μεταφυσική, μέ τίς ἀνατολικές θρησκεῖες, τόν μυστικισμό, μέ συνδετικό κρίκο τήν ἐπίκληση κάποιας «συμπαντικῆς ἐνέργειας ἤ ζωτικῆς δύναμης». Ο David Colquhoun στό περιοδικό Nature ἀναφέρει ὄτι η ὁμοιοπαθητική κατ' ἐλάχιστον ἄλλαξε σέ σχέση μέ τήν ἀρχή τοῦ 19ου αιώνα, καί προσθέτει ὅτι ὁμοιάζει πολύ περισσότερο μέ θρησκεία, παρά μέ ἐπιστήμη.[21] Ο Giles στό ἴδιο περιοδικό ἀναφέρει ὅτι ἡ ὁμοιοπαθητική εἶναι μέν μεγάλη οἰκονομική ἐπιχείρηση, ἀλλά ὁ βαθμός τῆς ἐπιστημοσύνης τῆς εἶναι ἀμφισβητήσιμος. 22]

Ὁ Ἱεραπετράκης, μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου Ἀθηνῶν γιά τίς ἐναλλακτικές θεραπεῖες, ἀναφέρει ὅτι «μελλοντολόγοι, ἀστρολόγοι, χαρτορίχτρες, μέντιουμ, καφετζοῦδες, χειρομάντες, μάγοι, ἰριδολόγοι καί ἄπειροι ἄλλοι ἐκμεταλλεύονται ἀφελῆ ἄτομα μέ πολυποίκιλα προβλήματα ψυχικῆς καί σωματικῆς ὑγείας, κατεξοχήν ἀνίατα, ἑπομένως καί ἀπογοητευμένα ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἰατρική, τά ὁποία ἀναζητοῦν σωτηρία ἀπό τό ἄγνωστο καί τό ὑπερβατικό».[1]

Συμπέρασμα

Ἡ ἐπιστήμη (ἰατρική, φαρμακευτική) εἶναι μία. Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Τά ἄτομα τά ὁποῖα κινοῦνται ἐκτός ὁρίων αὐτῶν δέν ἔχουν σχέση πραγματική μέ τήν ἐπιστήμη. Δέν μπορεῖ τήν ἴδια ὥρα νά κάνουμε ἐπιστήμη καί νά χορηγοῦμε φαρμακευτικά σκευάσματα ὅπου ἡ ἀποτελεσματικότητά τους εἶναι συνάρτηση τῆς δόσης, καί ἀμέσως μετά νά χορηγοῦμε τό περίπου τίποτα ἤ τό τίποτα γιά νά βοηθήσουμε στή θεραπεία τοῦ πάσχοντος. Πρέπει νά διαλέξουμε ἄν θά ἀκολουθήσουμε τήν ἐπιστήμη ἤ θά στραφοῦμε πρός θολά ἀναπόδεικτα πράγματα. Ή θά ἀκολουθήσουμε τή φαρμακευτική ὅπως τήν πήραμε ἀπό τούς δασκάλους μας, καί αὐτή ἐξελίσσεται, μέ ὅλες τίς ἀδυναμίες της, κάτω ἀπό τό πρίσμα καί τά αὐστηρά κριτήρια τῆς ἐπιστήμης, ἤ θά τήν ἀπορρίψουμε καί θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἀντιεπιστημονικές θεωρίες οἱ ὁποῖες βασίζονται ἐν πολλοίς στή μεταφυσική. Αὐτή ἡ θέση, δηλαδή ἡ ἐπιλογή στήν περίπτωσή μας, ἄν θά εἴμαστε ὁμοιοπαθητικοί ἤ ἐπιστήμονες φαρμακοποιοί, εἶναι τουλάχιστον ξεκάθαρη, παρά αὐτό πού γίνεται κατά κόρον σήμερα, δηλαδή ἡ ἀνάμειξη τῶν πάντων γιά τό κακῶς νοούμενο συμφέρον, ὅπου πραγματικά δημιουργεῖται «ἀχταρμάς» καί σύγχυση καί σέ ἐμᾶς καί στούς ἀπελπισμένους, πολλές φορές, ἀσθενεῖς, τούς ὁποίους μπορεῖ καί νά καθοδηγήσουμε σέ θολά, ἀβέβαια καί ὁρισμένες φορές ἐπικίνδυνα νερά.

Γιά νά κατανοήσουμε ἀκόμα περισσότερο τά ἀνωτέρω, πῶς θά φαινόταν ἄν καθοδηγούσαμε κάποιον ἀσθενῆ στό «νερό τοῦ Καματεροῦ» ἤ χορηγούσαμε τό «νερό τοῦ Καματεροῦ» ἀπό τό φαρμακεῖο;
Ἐπίσης, ἐπειδή μάλλον εσκεμμενα ἔχει δημιουργηθεῖ σύγχυση μεταξύ φυτοθεραπείας καί ὁμοιοπαθητικής (τό ἴδιο καί μέ ἄλλες ἐναλλακτικές θεραπεῖες, ὅπως εἶναι ἡ ἁγιουρβέδα), ἄλλο φυτοθεραπεία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ βάση τῆς φαρμακευτικῆς ἐπιστήμης, καί ἄλλο τό, τελικά, μᾶλλον «τίποτα» τῆς ὁμοιοπαθητικῆς.

Ἀπαράδεκτη ἡ θεωρία τῶν μιασμάτων. Καταλύουν ὄχι μόνον τήν ἔννοια τῆς ἐπιστήμης, ἀλλά καί τῆς λογικῆς. «Κρύβεται πίσω τό παλιό μίασμα τῆς ψώρας ἤ τῆς σύφιλης ἤ τῆς γονόρροιας». Μά εἶναι δυνατόν! Πού βασίζονται νά ἐπικαλοῦνται οἱ ὁμοιοπαθητικοί στήν ἐποχή μας τέτοια πράγματα. Τί στό καλό ἀσχολούμεθα μέ τό γενετικό ὑλικό. Ἄς τό ὑποκαταστήσουμε καλύτερα μέ τό ψωρικό καί τά ἄλλα μιάσματα. Τί μπλεκόμαστε καί «σπαταλᾶμε» δυνάμεις, χρήματα καί κοπιάζουμε, ἀφοῦ γιά ὅλα αὐτά ἔχει ὀρθότερες ἀπαντήσεις ἡ ὁμοιοπαθητική. Ὁ Ἱεραπετράκης σημειώνει γιά τήν ὁμοιοπαθητική: «Ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά σταματήσει κάποτε αὐτή ἡ ἀλληλοεξάρτηση καί ὑποταγή; Δυστυχῶς ὄχι. Ὅσο τό φαινόμενο τῆς ζωῆς παραμένει ἄλυτο μυστήριο καί ὁ θάνατος ἀντίστοιχη καί ἀπροσδιόριστη ἔννοια τοῦ τέλους ἤ τῆς ἀρχῆς, τόσο θά βρίσκονται ἐπίδοξοι διαχειριστές τῆς βούλησης καί τῆς πίστης τῶν συνανθρώπων τους, αὐτόκλητοι σωτῆρες, μέ μοναδικό προσόν τή χρησιμοποίηση, μέ πονηρό τρόπο, τῆς δράσεως Placebo[1]».

Ἄς ἀλλάξουμε τή φαρμακευτική, ἄς «χτυπᾶμε» νερό ἤ ἀλεύρι καί ἄς τό χορηγοῦμε. Οὕτως ἤ ἄλλως, δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά τίποτε ἄλλο. Τί παιδευόμαστε;
Στήν ἐπιστήμη χωροῦν μαγικές διεργασίες, ὅπως πνευματιστές-ἄνθρωποι κανάλια παγκόσμιας θεραπευτικῆς ἐνέργειας, δυνάμεις παράξενες, ὅπως ἡ ζωτική δύναμη, θεραπευτική του τίποτα, ἀναπόδεικτα ἤ καί τρελά γιά ἔλλογο ἄνθρωπο πράγματα, ὅπως ἡ ἐρώτηση ἀπό ποιά πλευρά κοιμᾶται ὁ ἀσθενής;

Ποῦ εὑρέθησαν, ποιές οἱ φυσιολογικές παγκόσμιες ἐνέργειες, πού εἶναι αὐτές, πώς πιστοποιεῖται ἡ διαταραχή τούς ἐπιστημονικά, πώς καί ποῦ μετρῶνται;

Εἶναι δυνατόν νά συνδεθεῖ ἡ θεραπεία μέ τόν μυστικισμό καί νά θεωρεῖται ἐπιστημονική;

Θέλουμε ἰατρική, φαρμακολογία, ἐπιστήμη. Αὐτό σπουδάσαμε, ἀλλιῶς ἄν θέλουμε νά εἴμαστε τίμιοι, ἄς τό ἀπεμπολήσουμε καί ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ὑποκειμενική, ἀλλά ὄχι ἀντικειμενική «ἀλήθεια», δηλαδή τήν ὁμοιοπαθητική. Παρατήρηση Ὑπόθεση – Πείραμα. Αὐτό εἶναι ἡ ἐπιστήμη.

Ἡ φαρμακοβιομηχανία, μέ ὅλα τά γνωστά τρωτά της, ἐν πολλοίς, γιά νά κυκλοφορήσει ἕνα μόνο φάρμακο, ἐκτός ἀπό τά πειραματόζωα, διεξάγει πολλαπλές κλινικές διπλές τυφλές μελέτες, σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου. Δέν θά ὑπῆρχε κανένα ἀπολύτως πρόβλημα ἐνασχόλησης μέ τήν ὁμοιοπαθητική ἄν ἐξεφράζετο ἡ ἀλήθεια, δηλαδή ὅτι δέν ἀποτελεῖ ἐπιστημονική μέθοδο ἀλλά μέθοδο ἡ ὁποία στηρίζεται σέ μεταφυσικές ἀνατολικοῦ τύπου θρησκεῖες, ὅπως ὁ ταοϊσμός καί ὁ ἰνδουισμός, καί ὅποιος θέλει ἄς ἀκολουθήσει. Γιατί κρύβονται δηλαδή; Αὐτή εἶναι ἡ βάση. Ὑπάρχει κάτι πιό καλό, τέλειο καί ξεκάθαρο ἀπό τήν ἀλήθεια; Ἔτσι, ξέρει καί ὁ ἐπιστήμονας μέ τί πάει νά ἀσχοληθεῖ καί ὁ λαός πού πάει νά βρεῖ θεραπεία. Ας εἰπωθεῖ ἡ ἀλήθεια. Γιατί δέν λέγεται, τί κρύβεται; Εἶναι τά οἰκονομικᾶ συμφέροντα μόνον;

Σεβαστοί συνάδελφοι, δέν μποροῦν τά χρήματα, τό κέρδος, ἤ ἄλλα μή ἐπιστημονικά κίνητρα νά καθορίζουν τίς πράξεις μας. Ἔχουμε, πάνω ἀπ' ὅλα, εὐθύνη. Δέν μποροῦμε νά δίνουμε ἐπιστημονικά ἐρείσματα στήν ὁμοιοπαθητική, ἡ ὁποία ἀγωνιωδῶς αὐτό ψάχνει, καί νά προάγουμε τά προϊόντα της. Στήν ἐποχή τοῦ ὀπορτουνισμοῦ καί τῆς θολούρας, ἄς μήν ἀπεμπολήσουμε τό ἐπιστημονικό ἦθος, ἀλλά νά τό βιώσουμε ὡς χρέος, ἔχοντας πρωτίστως ἥσυχή τη συνείδησή μας, καί ως ὑπεύθυνοι ἐπιστήμονες νά δίνουμε τίς κατάλληλες ἀπαντήσεις ὅπου αὐτό ζητηθεῖ.

* Λίγα στοιχεῖα γιά τόν κ.Ράλλη θά βρείτε εδώ.

Βιβλιογραφία Ἀ' μέρους.
1. Ἱεραπετράκης Γ. Μ., Φαινόμενο placebo, Ἐκδόσεις Πασχαλίδη, σσ. 62-71, Ἀθήνα 2001
2. www.medicum.gr
3. Φαρμακευτικά Χρονικά, 28, 64-65 (2009)
4. Colquhoun D., "Science degrees without the science" Nature, Mar. 22, 446 (7134), 373-4 (2007)
5. Γεωργάτσος Ι.Γ., «Πανεπιστήμιο - ἀπαξία καί σκοταδισμός», Ἡ Καθημερινή 19/12/2007
6. Goldacre B., "A kind of magic?" Guardian Science, 16/11/2007
7. Ἑξήντα δυό καθηγητές καί ἐρευνητές, «Μάστερ Ὁμοιοπαθητικῆς ἀπό... Μηχανικούς», Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 25/11/2007
8. Ἀβραμίδης Α., Η... ὁμοιοπαθητική ὑπό τό πρίσμα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, Ἐκδόσεις Ὑπακοή, σσ. 1-47 (1996)
9. Χάνεμανν Σ., Ὄργανον θεραπευτικῆς τέχνης, Ἐκδόσεις Πύρινος Κόσμος, μετάφραση ἐκ τοῦ πρωτοτύπου, σσ.1-306 (1989)
10. Βυθούλκας Γ., Ὁμοιοπαθητική, Ἐκδόσεις Κέντρου Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς, σσ. 1-143 (1983)
11. Βυθούλκας Γ., Ἡ ἐπιστήμη τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, Ἐκδόσεις Κέντρου Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς, σσ. 1-317 (1990)
12. Φωκᾶς Γ.Κ., Εἰδική Φαρμακογνωσία, Ἐκδοθέν ὑπό τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης, σσ. 642-653 (1979)
13. U.K. – Skeptics, "Homeopathy", www.skeptics.org.uk, pp 1-53 (2009)
14. Βαρθολομαῖος Τ.Α., Ἐγχειρίδιο συμπληρωματικῆς καί ἐναλλακτικῆς θεραπευτικῆς, Ἐκδόσεις Πύρινος Κόσμος, Ἀθήνα, σσ. 46-83 (2005)
15. Sadana R., "Definition and measurement of reproductive health", Bull. World Health Org 80 (5), 407-409 (2002)
16. Τζάκου Ο., «Στοιχεῖα Ὁμοιοπαθητικῆς», στό Στοιχεῖα φυτοθεραπευτικής καί ὁμοιοπαθητικῆς, ἐκδοθέν ὑπό Κουλάδη Μ., Τζάκου Ο., ἐκδόσεις Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σσ. 55-106 (2006)
17. Χαρβάλα Α., Ὁμοιοπαθητική φυτοθεραπευτική, ἐκδοθέν ὑπό Χαρβάλα Α., ἐκδόσεις Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σσ. 1-192 (1992)
18. Netien G., «Εἰσαγωγή στήν ὁμοιοπαθητική φαρμακευτική», Ὁμοιοπαθητική Ἰατρική, 4(7-8), 201-204 (1979)
19. Barrett S., "Homeopathy: The Ultimate Fake", in Quackwatch: Your guide to quackery, health fraud and intelligent decisions,
www.quackwatch.com, pp1-10 (2008)
20. Jonas W.B., Kaptchuk T.J., Linde K., "A Critical Overview of Homeopathy" Ann. Intern. Med. 138(5), 393-9 (2003)
21. Ἀβραμίδης Α.Β., «Η... ὁμοιοπαθητική τί εἶναι;», Ἰατρικό Βῆμα, 53 (Ἰούλιος-Αὔγουστος), 40-50 (1997)
22. Rang H.P., Dale M.M., Ritter J.M., Moore P.K., Φαρμακολογία, Ἐκδόσεις Παρισιάνου, 5η ἔκδοση, «Ἀρχές ἐναλλακτικῆς θεραπείας», σσ. 3-4 (2007)
23. Hayfield R., Ὁμοιοπαθητική: ὁ πρακτικός ὁδηγός γιά τήν καθημερινή φροντίδα τῆς ὑγείας μας, ἐκδόσεις Ψύχαλου, σσ. 1-148 (1998)
24. Lockie A., The family guide to homeopathy: Symptoms and Natural Solutions, edited by Simon and Schuster, New York, London, pp 1-396 (1993)
25. Κουντουρᾶς Ι., «Κριτική στήν Ὁμοιοπαθητική», www.alopsis.gr pp 1-14 (2009)
Βιβλιογραφία Β' μέρους
1. Ἱεραπετράκης Γ. Μ., Φαινόμενο placebo, Ἐκδόσεις Πασχαλίδη, σσ. 62-71, Ἀθήνα 2001
2. Ἀβραμίδης Α., Η... ὁμοιοπαθητική ὑπό τό πρίσμα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, Ἐκδόσεις Ὑπακοή, σς. 1-47 (1996)
3. Χάνεμανν Σ., Ὄργανον θεραπευτικῆς τέχνης, Ἐκδόσεις Πύρινος Κόσμος, μετάφραση ἐκ τοῦ πρωτοτύπου , σσ.1-306 (1989)
4. Βυθούλκας Γ., Ἡ ἐπιστήμη τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, Ἐκδόσεις Κέντρου Ὁμοιοπαθητικῆς Ἰατρικῆς, σσ. 1-317 (1990)
5. Τζάκου Ο., «Στοιχεῖα Ὁμοιοπαθητικῆς», στό Στοιχεῖα φυτοθεραπευτικής καί ὁμοιοπαθητικῆς, ἐκδοθέν ὑπό Κουλάδη Μ., Τζάκου Ο., ἐκδόσεις Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σσ. 55-106 (2006)
6. Χαρβάλα Α., Ὁμοιοπαθητική φυτοθεραπευτική, ἐκδοθέν ὑπό Χαρβάλα Α., ἐκδόσεις Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σσ. 1-192 (1992)
7. Ἀβραμίδης Α.Β., «Η... ὁμοιοπαθητική τί εἶναι;», Ἰατρικό Βῆμα, 53 (Ἰούλιος-Αὔγουστος), 40-50 (1997)
8. Lockie A. The family guide to homeopathy: Symptoms and Natural Solutions, edited by Simon and Schuster, New York, London, pp1-396 (1993)
9. Κύβελλος Σ., www.classical-homeopathy.grΙατρός
10. www.orthodox-world.pblogs.gr
11. Shang A., Huwiler-Muntener K., Nartey L., Juni P., Dorig S., Sterne J.A., Pewsner D., Egger M., Are the clinical effects of homeopathy placebo effects? Comparative study of placebo-controlled trials of homeopathy and allopathy, Lancet, Aug27-Sep2 :366(9487):726-32 (2005)
12. Linde K., Clausius N., Ramirez G., Meichart D., Eitel F., Hedges L.V., Jonas W.B., Are the clinical effects of homeopathy placebo effects? A meta-analysis of placebo-controlled trials, Lancet, Sep 20: 350(9081):834-43 (1997)
13. Hill C., Doyon F., Review of randomized trial of homeopathy, Rev. Epidemiol. Sante Publique, 38(2):139-47(1990)
14. http://globalhealth.change.org
15. Jonas W.B., In Thompson W. G., The placebo effect and health, Prometheus Books, New York, pp153-177 (2005)
16. Linde K., Scholz M., Ramirez G., Clausius N., Melchart D., Jonas W.B., Impact of study quality on outcome in placebo-controlled trials of homeopathy, J. Clin. Epidemiol. 52(7), 631-6 (1999)
17. Davenas E., Beauvais F., Amara J., Oberbaum M., Robinzon B., Miadonnai A., Tedeschi A., Pomeranz B., Fortner P., Belon P., Sainte-Laudy J., Poitevin B., Benveniste J., Human basophil degranulation triggered by very dilute antiserum against IgE, Nature 333, 816-818 (1988)
18. Maddox J., Randi J., Stewart W.W., High dilution experiments a delusion, Nature, 334, 287-290 (1988)
19. www.homeopathy.gr
20. Sutton S.K., Sourdough, homeopathy, and evidence based medicine, The Lancet, 357, 242 (2001)
21. 38. Colquhoun D., Science degrees without the science, Nature, 446, 373-4 (2007)
22. 39. Giles J., Degrees in homeopathy stated as unscientific, Nature, 446, 352-3 (2007)

Τό ἄρθρο δημοσιεύθηκε στά «Φαρμακευτικά Χρονικά» Διμηνιαῖο περιοδικό τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Φαρμακοποιῶν στά τεύχη 35 (Δέκ. 2010-Ἰαν.2011) & 36 (Φέβ.-Μάρ.-Ἀπρ. 2011) Οἱ ἐπισημάνσεις μέ σκούρα γραμματοσειρά ἔγιναν ἀπό τήν ἰστοσελίδα.

ΠΗΓΗ [Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolpion.com 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2012].