Εἰσαγωγή στήν ἱστορία, τή θεωρία καί τήν πράξη τῆς Βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς.

(Ὁμιλία τοῦ Κωνσταντίνου Ἰ. Φωτοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Μουσικῆς,  πού ἔκαμε στό Πανεπιστήμιο τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στή Μόσχα κατά τήν ἐκδήλωση Βυζ. Μουσικῆς πού πραγματοποιήθηκε ἐκεῖ ὑπό τή διέυθυνσή του τόν Ἰανουάριο τοῦ 2004).

1. Σέ κάποιο παλαιό χειρόγραφο βιβλίο διδασκαλίας τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς διαβάζουμε τόν ἑξῆς διάλογο διδασκάλου και μαθητοῦ.

Μαθητής: :«Διδάσκαλε, σέ παρακαλῶ στό ὄνομα τοῦ Κυρίου νά μοῦ φανερώσεις καί νά μοῦ ἐρμηνεύσεις τά μουσικά σημάδια καί εὔχομαι ὁ Θεός νά πολλαπλασιάσει τό τάλαντο πού σοῦ ἔδωσε. Κάμε το ὥστε νά μήν κατακριθεῖς ὅπως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού ἔκρυψε τό ἀργύριο στή γῆ, ἀλλά νά ἀκούσεις ἀπό τό φοβερό κριτή : «εὖγε ἀγαθέ καί πιστέ δοῦλε. Στά λίγα φάνηκες πιστός, πολλά θά σοῦ δώσω νά ἀπολαύσεις. Εἴσελθε εἰς τήν χαρά τοῦ κυρίου σου». Διδάσκαλος : «  Ἐπειδή ἀδελφέ διψᾶς νά μάθεις, συγκέντρωσε τό νοῦ σου καί ἄκουσέ με. Θά σοῦ διδάξω αὐτά πού μοῦ ζητᾶς, σύμφωνα μέ αὐτά πού θά μοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεός».

Μέ τό διάλογο αὐτό καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἡ Βυζαντινή ἐκκλησιαστική Μουσική ( τό ἴδιο καί ἡ υμνογραφία, ἡ εἰκονογραφία καί ἡ ἀρχιτεκτονική) δέν εἶναι μιά αὐθαίρετη μουσική καλλιτεχνική ἔκφραση κατά τήν ὁποία ὁ μουσικός, ὁ ψάλτης μπορεῖ νά δημιουργεῖ καί νά αὐτοσχεδιάζει σύμφωνα μέ τήν ἀτομική του ἔμπνευση. Ὁ μουσικοδιδάσκαλος παραδίδει τήν μουσική πού παρέλαβε σάν δῶρο καί τάλαντο ἀπό τούς προγενεστέρους διδασκάλους σάν δῶρο καί ὁ μαθητής τά παραλαμβάνει μέ προσοχή εὐλάβεια καί σεβασμό: Τούς ὀκτώ ἤχους, τίς μουσικές γραμμές, τό συγκεκριμένο τρόπο πού ψάλλονται τά τροπάρια. Ὅλα τοῦτα ἔχουν παραληφθεῖ ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι φωτισμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ξεκαθάρισαν  καί ἀπέβαλαν κάθε θεατρικό - κοσμικό στοιχεῖο καί υἱοθέτησαν γιά τήν θεία Λατρεία ἐκεῖνες τίς κλίμακες, τούς ρυθμούς καί τίς μουσικές γραμμές πού βοηθοῦν τήν προσευχομένη ψυχή νά κατανυχθεῖ καί νά ἀγαπήσει τό Θεό. Γι’  αὐτό ὁ Γέροντας Πορφύριος, τόν ὁποῖο γνώρισα καί πῆρα τήν εὐλογία του ὅταν ἤμουν μικρός, ἔλεγε : « Ἡ Βυζαντινή Μουσική δέν ταράσσει τήν ψυχή, ἀλλά τήν ἑνώνει μέ τό Θεό καί τήν ἀναπαύει τελείως» (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν σ.449).

 

2. Πρίν μιλήσουμε γιά τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς βυζαντινῆς Μουσικῆς, τόν πνευματικό της χαρακτῆρα καί τό ρόλο πού ἔχει στή Θεία Λατρεία θά ἦταν καλό νά ποῦμε μερικά στοιχεῖα γιά τήν ἱστορία τῆς Βυζ. Μουσικῆς.

Γνωρίζουμε αὐτό πού λέγει τό Εὐαγγέλιο ὅτι δηλ. μετά τό Μυστικό Δεῖπνο ὁ Κύριός μας καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὕμνησαν τόν Θεό καί πορεύθηκαν στό ὄρος τῶν Ελαιῶν (Ματθ.26,30). Ἀλλά καί ὁ Ἀπ. Παῦλος μαρτυρεῖ ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὑμνοῦσαν τόν Θεό μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὡδές πνευματικές (Ἐφ. 5,19). Ἡ μουσική λοιπόν ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἐχρησιμοποιεῖτο στήν Ἐκκλησία. Γράφει καί ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Εὐσέβιος ὅτι ψαλμοί καί ὡδές ἐποιήθησαν «ἀπ’  ἀρχῆς ὑπό τῶν πιστῶν εἰς ὕμνον τοῦ Χριστοῦ». Καθώς δέ ἔγραφαν οἱ χριστιανοί ποιητές τούς ὕμνους στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, χρησιμοποίησαν παράλληλα καί τήν ἀρχαία ἑλληνική μουσική πού ἦταν διαδεδομένη σέ ὅλο τόν πολιτισμένο κόσμο. Μεγάλοι Πατέρες τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἱγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος, ὁἍγιος Εἰρηναῖος, ὁ Ἄγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργός ἔδειξαν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ψαλμωδία ὥστε νά εἶναι σεμνή καί θεάρεστη.

Ἀλλά καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μετά ἀπ’  αὐτούς, ἔδειξαν μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐκκλησιαστική μουσική, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν πρακτική τῶν ἀρχαίων ἦσαν ταυτόχρονο ποιητές (ὑμνογράφοι) καί μουσικοί.  Ἔτσι ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς ὁ ὁποῖοι γιά νά πλανήσουν τούς πιστούς Χριστιανούς ἔψαλλαν εὐχάριστους ὕμνους πού διεκήρυσσαν τήν πλάνη τους, συνέθεσε ὡραίους ὕμνους, εὐχάριστους μέ ὀρθόδοξο περιεχόμενο γιά νά τούς ψάλλουν οἱ πιστοί καί νά μή παρασύρονται ἀπό τούς αἱρετικούς. Τό ἴδιο εἶχε κάμει καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος στήν Ἀλεξάνδρεια,  ἐνῷ ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος γιά νά προστατεύσει τούς ὀρθοδόξους ἀπό τούς αἱρετικούς Γνωστικούς, πού χρησιμοποιοῦσαν γοητευτική μουσική, πῆρε στοιχεῖα από αὐτή τή μουσική καί ἔγραψε ὕμνους μέ ὀρθόδοξο περιεχόμενο. Στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνος ἔχουμε τόν  Ἅγιο Ρωμανό τόν Μελωδό  πού μεταξύ ἄλλων ὕμνων γράφει 1000 Κοντάκια καί τό 7ο αἰῶνα τόν Ἅγιο Ἀνδρέα ἐπίσκοπο Κρήτης μέ τόν Μεγάλο Κανόνα.

 

3. Μεγάλη τομή στήν ψαλτική παράδοση κάμει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (676 - 756), ὁ ὁποῖος ἐκτός ἀπό τούς ὑπέροχους ὕμνους πού συνέγραψε, διαμόρφωσε συστηματικά τήν ἐκκλησιαστική μουσική.

Χώρισε τή μουσική σέ ὀκτώ ἤχους : Τό Πρῶτο, τόν Δεύτερο τόν Τρίτο, τόν Τέταρτο, τόν Πλάγιο πρῶτο, τόν πλάγιο Δεύτερο τόν Βαρύ καί τόν πλάγιο Τέταρτο καί καθόρισε τόν τρόπο γραφῆς τῆς Μουσικῆς μέ εἰδικά σημάδια. Ὁ ἱερός Δαμασκηνός περιόρισε τήν αὐθαίρετη, κοσμική μουσική δημιουργία καί προτίμησε τήν ἁπλότητα καί κατανυκτική χρήση τῆς Μουσικῆς.

Μετά ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ἀκολουθεῖ μιά μεγάλη σειρά ὑμνογράφων καί μουσικῶν : Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, οἱ ἀδελφοί Θεόδωρος καί Θεοφάνης οἱ Γραπτοί, ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος, οἱ μοναχές Κασσιανή καί Θέκλα, οἱ Βασιλεῖς Λέων ὁ Σοφός καί Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος, ὁ ἱερομόναχος Γαβριήλ καί ὁ ἱερεύς Ἰωάννης Πλουσιαδηνός. Οἱ δύο μάλιστα τελευταῖοι πού συνέγραψαν καί βιβλία γιά τή διδασκαλία τῆς Βυζ. μουσικῆς. Αὐτή τήν περίοδο στόν 9ο αἰῶνα μεταφέρεται στή Ρωσία ἡ Βυζ. μουσική . Στό Χρονικό τοῦ Ἰωακείμ γράφεται ὅτι μετά τή βάπτιση τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στό Κίεβο, ὁ μητροπολίτης Μιχαήλ κάλεσε στό Κίεβο μεταξύ ἄλλων καί κάποιους ψάλτες, ἐνῷ σέ ἄλλη ἱστορική πηγή, τή Γενεαλογική βίβλο τοῦ μητροπολίτου Κυπριανοῦ, διαβάζουμε ὅτι κατά τή βασιλεία τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Α´ ἦλθαν στή Ρωσία τρεῖς ψάλτες πού δίδαξαν στούς Ρώσους ἀδελφούς τήν κατανυκτική ψαλμωδία.

 

4. Κατά τό 12ο αἰῶνα ἔχουμε τόν λαμπρό ψάλτη τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Κουκκουζέλη.

Ἀξίζει νά ποῦμε δυό λόγια γι’  αὐτόν. Ἀπό μικρός λόγῳ τῆς ὑπέροχης φωνῆς του σπούδασε στή βασιλική μουσική σχολή, ἔγινε ἄριστος μουσικός καί διωρίσθηκε ἀρχιμουσικός τῶν αὐτοκρατορικῶν ψαλτῶν. Ὁ βασιλεύς θέλησε νά τόν παντρέψη μέ μιά πριγκήπισσα, ἀλλά ὁ  Ἰωάννης ἐπιθυμοῦσε τή μοναχική ζωή. Γι’  αὐτό μέ τήν πρόφαση ὅτι πηγαίνει στήν πατρίδα του γιά νά πάρει τή συγκατάθεση τῶν γονέων του γιά τό γάμο του, φεύγει στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ χωρίς νά φανερώσει ποιός ἦταν, κείρεται μοναχός στή Μεγίστη Λαύρα καί ἀναλαμβάνει τό διακόνημα νά βόσκει στό βουνό τούς τράγους τῆς Μονῆς. Στό μεταξύ ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἀναζητοῦσε παντοῦ.

Μιά μέρα καθώς φύλαγε τό κοπάδι του ἄρχισε μέ θεῖο ἐνθουσιασμό νά ψάλλει μέ τήν ἀγγελική του φωνή. Κάποιος ἐρημίτης ἀπό κάποιο κοντινό σπήλαιο, ἀκούγοντας τή γλυκιά του φωνή βγῆκε ἔξω καί εἶδε μέ ἔκπληξη τούς τράγους ἀκίνητους νά ἀκοῦνε τήν ὡραία ψαλμωδία. Επε τότε στόν ἡγούμενο τό γεγονός. Ὁ ἡγούμενος κάλεσε τόν Ἅγιο Ἰωάννη, ἔμαθε ποιός εἶναι καί πῆγε στόν αὐτοκράτορα γιά νά παύσει νά τόν ἀναζητεῖ καί νά τόν ἀφήσει ἥσυχο στή μοναχική ζωή. Ἀπό τότε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔμενε σέ ἕνα κελλί ἔξω ἀπό τή Λαύρα καί ἔψαλλε στό Καθολικό τῆς Μονῆς τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές. Κάποτε σέ μιά Ἀγρυπνία κατά τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου ἀποκοιμήθηκε. Τότε τόν ἐπισκέφθηκε ἡ Θεομήτωρ,ἡ ὁποία τόν ἐπαίνεσε καί τόν παρακίνησε νά ψάλλει, ἀφήνοντάς του σάν εὐλογία ἕνα χρυσό νόμισμα. Τό μισό νόμισμα βρίσκεται στό Ναό τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἐνῷ ὅπως διαβάζουμε σέ βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, γραμμένο τό 1890 τό ἄλλο μισό εἶχε δοθεῖ ὡς εὐλογία στή Ρωσία.

 

5. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης ἔγραψε πάρα πολλά μουσικά κομμάτια, Χερουβικά Κοινωνικά, Ἀνοιξαντάρια κ.λ.π. σέ ὅλους τούς ἤχους.

Ἀσχολήθηκε πολύ ἐπίσης μέ τή θεωρία τῆς Βυζ. Μουσικῆς.  Μετά ἀπό αὐτόν ἀκολουθοῦν μεγάλοι πρωτοψάλτες ὅπως ὁ Ξένος ὁ Κορώνης, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Κουκουζέλης, ὁ Ἰωάννης ὁ Κλαδᾶς καί οἱ δύο μεγάλοι ψάλτες πού ἔψαλλαν στήν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τόν καιρό τῆς Ἁλώσεώς της ἀπό τούς Τούρκους : Ὁ Γρηγόριος Μπούνης πρωτοψάλτης καί ὁ Μανουήλ Χρυσάφης ὁ Λαμπαδάριος δηλ. ὁ διευθύνων τόν ἀριστερό χορό.

Κατά τό διάστημα τῆς δουλείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ στούς Τούρκους ἡ ψαλτική παράδοση συνεχίζεται. Ἐδῶ διακρίνονται μεταξύ πολλῶν ἄλλων ὁ Μανουήλ Χρυσάφης ὁ Νέος, ὁ Γερμανός ἀρχιεπίσκοπος Νέων Πατρῶν, ὁ ἱερεύς Βαλάσιος, ὁ Παναγιώτης Χαλάτζογλους, ὁ Πέτρος Μπερεκέτης, ὁ Ἰωάννης Τραπεζούντιος, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρωτοψάλτης καί ὁ Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος.

Τό 1814 τριμελής ἐπιτροπή ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπό τόν Χρύσανθο μητροπολίτη Προύσης, Γρηγόριο Πρωτοψάλτη καί Χουρμούζιο Χαροφύλακα, ἁπλοποίησε τόν τρόπο μουσικῆς γραφῆς καί διδασκαλίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί μετέγραψε πολλά μουσικά κομμάτια ἀπό τήν παλαιά μουσική μέθοδο στή Νέα. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἀναδείχθηκαν σπουδαῖοι ψάλτες σέ ὅλο τόν ἑλληνορθόδοξο χῶρο. Στόν 20ο αἰῶνα ἀναφέρω γιά παράδειγμα τή σειρά τῶν πρωτοψαλτῶν Κωνσταντινουπόλως : Γεώργιος Βιολάκης, Ἰάκωβος Ναυπλιώτης, Κωνσταντῖνος Πρίγγος, Θρασύβουλος Στανίτσας, ἐνῷ στό Ἅγιο Ὄρος ἔχουμε τόν διάκονο Διονύσιο Φιρφιρῆ, τήν ἀδελφότητα τῶν Δανιηλαίων καί τήν ἀδελφότητα τῶν Θωμάδων. Ἐδῶ δέν μπορῶ νά παραλείψω τόν γλυκύτατο Ἄρχοντα Λαμπαδάριο Βασιλάκη Ἐμμανουηλίδη, τόν μέχρι τώρα διδάσκαλό μου.

 

6. Ἄς ἔρθουμε τώρα στά χαρακτηριστικά τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.

α) Ἡ Βυζαντινή Μουσική εἶναι ἀποκλειστικά φωνητική. Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶχε ἐπιτραπεῖ ἡ χρήση τῶν ὀργάνων ἐπειδή ὁ νοῦς τῶν Ἑβραίων ἦταν παχύς, ὅπως ἀκριβῶς τούς ἐπέτρεπε ὁ Θεός καί τίς θυσίες. Τώρα ὅμως, λέγει ὁ Ἅγιος, δέν χρειαζόμαστε κιθάρες, χορδές καί ὄργανα, ἀλλά τή γλῶσσα μας, τή φωνή μας, ἡ ὁποία πρέπει νά εὔχεται καί νά πλησιάζει τό Θεό μέ προσοχή καί κατάνυξη.

β) Ἡ Μουσική αὐτή ἐπίσης εἶναι μονοφωνική. Εἴτε ψάλλει ἕνας εἴτε πολλοί, ἡ μελωδία, ἡ μουσική γραμμή εἶναι μία. Ὅταν ψάλλουν πολλοί μαζί, μιά φωνή ἀκούγεται. Αυτό φανερώνει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί αὐτό πού λέμε στή Θεία Λειτουργία : «  Καί δός ἡμῖν  ἐ ν  ἑ ν ί   σ τ ό μ α τ ι   καί μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καί ἀνυμνεῖν τό πανάγιον ὄνομά σου».

γ) Ἡ Βυζ. Μουσική εἶναι ἀντιφωνική, δηλ. ψάλλεται κατά ἀντιφωνία ἀπό δύο χορούς, τόν δεξιό καί ἀριστερό. Αὐτή ἡ ἀντιφωνική ψαλμωδία καθιερώθηκε γιά πρώτη φορά στην Ἀντιόχεια ἀπό τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο τό Θεοφόρο, ὁ ὁποῖος εἶδε σέ ὅραμα τούς Ἀγγέλους νά ὑμνοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο τόν Τριαδικό Θεό.

δ) Ἐπειδή  ὑπάρχει μονοφωνία, καλλιεργεῖται ἰδιαίτερα ἡ μελωδία. Ὑπάρχει ποικιλία μουσικῶν κλιμάκων μέ διαστήματα ἄγνωστα στήν εὐρωπαϊκή μουσική.

ε) Παράλληλα μέ τήν ἐκτέλεση τῆς μονωδίας ἀκολουθεῖ τό ἰσοκράτημα πού εἶναι μιά εὐθεῖα μουσική γραμμή πού ψάλλει ἕνα μέρος τῶν ψαλτῶν καί ἡ ὁποία μοιάζει νά ὑποβαστάζει τή βασική μελωδία νά τήν τονίζει καί νά τῆς δίνει συνοχή, ὀμορφιά καί κατάνυξη. Σπανίως μεταβάλλεται ἡ μουσική βάση τοῦ ἰσοκρατήματος.

στ) Κατά τή βυζαντινή ψαλμωδία χρησιμοποιεῖται ὄχι μόνο ὁ λάρυγγας, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ στοματική καί ρινική κοιλότητα. Ὅλη ἡ φωνή γίνεται ἕνα ὄργανο γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ.

ζ) Ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή ἡ Βυζαντινή Μουσική δέν ἔχει αὐθαίρετες μελωδίες. Ὁ μελοποιός κατά τή σύνθεσή του πρέπει νά λάβει ὑπ’  ὄψιν του τίς καθιερωμένες μουσικές «θέσεις», οἱ ὁποῖες ἔχουν γίνει δεκτές ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔχουν διαφυλαχθεῖ μέ μεγάλη εὐλάβεια μέσα στούς αἰῶνες.

η) Ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς Βυζ. Μουσικῆς εἶναι οἱ ἐναλασσόμενοι ρυθμοί. Ὁ ρυθμός συνήθως καθορίζεται ἀπό τόν τονισμό τῶν συλλαβῶν. Μέ τούς ἐναλλασσόμενους ρυθμούς ἀποφεύγεται ἡ κοσμικότητα τῶν ὁμοιομόρφων ρυθμῶν πού χαρακτηρίζει τήν Εὐρωπαϊκή μουσική.

θ) Ἕνα τελευταῖο χαρακτηριστικό τῆς Μουσικῆς μας εἶναι ἡ χρήση τῶν κρατημάτων («Κρατήματα»). Εἶναι οἱ λεγόμενες ἀσήμαντες λέξεις το, ρο, ρο, τεριρεμ, τενενα κ.λ.π. Αὐτά τά κρατήματα προστίθενται συνήθως στό τέλος τῶν ὕμνων καί συμβολίζουν τήν ἄρρητη, τή χωρίς ἀνθρώπινα λόγια ὑμνωδία τῶν Ἀγγέλων. Στό τέλος π.χ. ἑνός ὕμνου πρός τήν Ἁγία Τριάδα ἤ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅταν ἔχουν εἰπωθεῖ πλέον τά θεῖα δόγματα, ἡ ψυχή ξεχειλίζει σέ μιά ὑμνωδία χωρίς λόγια.

 

7. Ἄς ποῦμε τώρα ποιός εἶναι ὁ ρόλος, ποιό εἶναι τό «διακόνημα» τῆς Βυζ. Μουσικῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη λατρεία.

Συνήθως λέγεται ὅτι ἡ Βυζ. Μουσική εἶναι τό ἔνδυμα τοῦ λόγου, τῆς διδασκαλίας πού περιέχουν τά τροπάρια. Ἀπό ὅσα ὅμως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες φρονῶ ὅτι ἡ ἐκκλ. Μουσική εἶναι κάτι περισσότερο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης, αδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου λέγει ὅτι ἡ μουσική εἶναι σύμφωνη μέ τή φύση μας καί γι’  αὐτό ὁ προφήτης Δαυϊδ ἀνέμιξε τή μελωδία μέ τή διδασκαλία τῶν ἀρετῶν. Αὐτό πού ἔκανε μοιάζει σάν νά χύνει ἕνα μέλι γλυκό στή διδασκαλία του τό ὁποῖο βοηθεῖ τήν ἀνθρώπινη ψυχή νά ἐξετάσει τόν ἑαυτό της καί νά τόν θεραπεύσει. Λέγει ἐπίσης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ ἐκκλ. Μουσική, ἡ ἁπλῆ καί κατανυκτική πού παρεμβάλλεται στά θεῖα λόγια ἔχει σκοπό νά ἑρμηνεύσει, νά ἐξηγήσει τήν ἔννοια ὅσων λέγονται στούς ὕμνους, νά ἀποκαλύψει μέ τίς μελωδικές ἀλλαγές τῆς φωνῆς τό νόημα πού κρύβουν τά λόγια τῶν τροπαρίων. Ἡ μουσική εἶναι σάν τό καρύκευμα τῶν φαγητῶν πού γλυκαίνει καί κάμει εὐχάριστα τά διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας.           (Γρηγ. Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν ψαλμῶν). Ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε ὅτι ἡ βυζαντινή μουσική ἔχει γλυκά «γυρίσματα», δηλ. γλυκειές μελωδικές ἐκφράσεις. Ἄλλοτε μοιάζουν σάν ἀηδόνι, ἄλλοτε σάν ἁπαλό κυματάκι, ἐνῷ ἄλλοτε δίνουν μιά μεγαλοπρέπεια. Καί μέ ὅλα αὐτά ἀποδίδουν τονίζουν τά πνευματικά νοήματα. Ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ἡ μουσική αὐτή εἰρηνεύει τήν ψυχή.

Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε : « Ἡ Βυζαντινή ἐκκλησιαστική μουσική εἶναι διδασκαλία...μαλακώνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί σιγά - σιγά τήν μεταρσιώνει σέ ἄλλους κόσμους πνευματικούς. Μέ τούς φθόγγους αὐτούς ἡ Βυζ. Μουσική σπέρνει ἡδονή καί τέρψη καί εὐχαρίστηση ταξιδεύοντας τόν ἄνθρωπο σέ κόσμο πνευματικό».

Ὁ πνευματικός μου πατέρας ὁ ἀρχιμανδρίτης Σαράντης Σαράντος λέγει ἐπίσης ὅτι ἡ μουσική κατά τήν ψαλμωδία συμβολίζει τή Χάρη καί τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό τό διακόνημα τῆς ψαλμωδίας εἶναι σημαντικό καί οἱ ψάλτες ἀνήκουν στόν κατώτερο κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ πατήρ  Ἐφραίμ ἀπό τά Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἕνας ἅγιος, διορατικός γέροντας ἔλεγε ὅτι σέ κάθε μοναστῆρι, δυό εἶναι τά σημαντικότερα διακονήματα πού παρηγοροῦν τούς πατέρες, τοῦ μαγείρου καί τοῦ ψάλτη.

 

8. Γι’  αὐτό ὁ βυζαντινός ψάλτης γιά νά ἀσκήσει αὐτό τό διακόνημα χρειάζεται ὁρισμένες σοβαρές προϋποθέσεις :

α) Πρέπει νά γνωρίζει πολύ καλά τή μουσική. Γι’  αὐτό ὅπως εἶπα στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας μου κατά τήν παράδοση τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ὑπάρχει μιά μ α κ ρ ο χ ρ ό ν ι α  σχέση διδασκάλου καί μαθητοῦ τόσο στή διδασκαλία ὅσο καί στήν ψαλμωδία. Ὁ π. Παΐσιος διαμαρτύρεται γι’  αὐτούς τούς ψάλτες πού ψάλλουν τυποποιημένα, χωρίς μουσική ἔκφραση, ρηχά. Μοιάζει ἡ ψαλμωδία τους ἔλεγε σάν «νά πέρασε ὁδοστρωτήρας καί τά ἰσοπέδωσε ὅλα», ἐνῷ «ἡ σωστή ψαλμωδία εἶναι τό ξεχείλισμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς καταστάσεως. Εἶναι θεία εὐφροσύνη! Δηλαδή εὐφραίνεται ἡ καρδιά ἀπό τόν Χριστό καί μέ καρδιά εὐφρόσυνη μιλάει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό».

β) Ἀπαιτεῖται νά σέβεται τήν παράδοση τῆς ψαλτικῆς καί νά μήν ἀλλοιώνει τά μουσικά κείμενα οὔτε κατά τήν ἐκτέλεση, οὔτε κάνοντας δικές του διασκευές. Ἀκούγοντας ὁ π. Παΐσιος κάποιον μοναχό νά ψάλλει ἀλλοιωμένη μιά Δοξολογία τοῦ Πέτρου τοῦ Πελλοπονησίου, τόν μάλλωσε καί τοῦ εἶπε ὅτι ἄν μποροῦσε ἄς ἔφτιαχνε κάποια δική του Δοξολογία καί νά μήν ἀλλοιώνει αὐτή τήν παλαιά μελωδία πού δείχνει ἔλλειψη εὐλάβειας.

γ) Ὁ ψάλτης πρέπεινά εἶναι εὐλαβής καί νά ψάλλει ταπεινά. «  Ὅποιος ψάλλει»  λέει ὁ γέροντας Παΐσιος γιά νά ψάλλει κατανυκτικά «  πρέπει νά ἔχει τό νοῦ του στά θεῖα νοήματα καί νά ἔχει εὐλάβεια· νά μήν πιάνει τά θεῖα νοήματα λογοτεχνικά, ἀλλά μέ τήν καρδιά. Ἄλλο ἡ εὐλάβεια καί ἄλλο ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη τῆς ψαλτικῆς. Ἡ τέχνη χωρίς εὐλάβεια εἶναι ...μπογιές»  Μέ αὐτά πού λέει ὁ γέροντας θέλει νά μᾶς ἐξηγήσει ὅτι ἡ ψαλτική τέχνη εἶναι ἀπαραίτητη, ὅπως καί οἱ μπογιές γιά τόν ἁγιογράφο. Ἀλλά χωρίς τήν εὐλάβεια καί τήν κατάνυξη ἡ τέχνη αὐτή εἶναι περιττή.

Συνεχίζοντας λέει ὁ π. Παΐσιος ὅτι «  ὅταν ὁ ψάλτης ψάλλει μέ εὐλάβεια, ξεχειλίζει ἀπό τήν καρδιά του ἡ ψαλμωδία καί ψάλλει κατανυκτικά». Γιά νά γίνει αὐτό πρέπει ὁ ψάλτης νά εἶναι σέ καλή πνευματική κατάσταση καί νά εἶναι τακτοποιημένος, ἰσορροπημένος ἐσωτερικά.

Καί ὁ γέροντας Πορφύριος ἐπαινοῦσε πολύ τούς ἁγιορεῖτες ψάλτες πού ἔψαλλαν, ἁπλά, κατανυκτικά ταπεινά μέ σκοπό νά βοηθήσουν τούς προσευχομένους μοναχούς καί ἔλεγε ὅτι ὁ ἅγιος ψάλτης ἔχει καί κάτι ἄλλο, δέν ἔχει μόνο τή φωνή. Μαζί μέ τή φωνή πού ἐκπέμπεται μέ τά ἠχητικά κύματα, ἐκπέμπεται καί κάποια χάρη μέ ἄλλα κύματα, μυστικά, πού ἀγγίζουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί τίς συγκινοῦν βαθύτατα. Γίνεται ἕνα πολύ μεγάλο μυστήριο».

 

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Σ’ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό μέσα στή θεία λατρεία διακονεῖ ἡ βυζαντινή ἐκκλ. Μουσική. Σάν ἐκκλησιαστική τέχνη, ὅπως καί ἡ εἰκονογραφία καί ἡ ὑμνογραφία καί ἡ ἐκκλ. ἀρχιτεκτονική ἔχει μέσα της τό καλλιτεχνικό στοιχεῖο, ἀπαιτεῖ ἐπιδεξιότητα καί δημιουργικότητα. Ἀλλά δέν εἶναι μιά αὐτόνομη τέχνη κατά τήν ὁποία ὁ καλλιτέχνης ἐκφράζεται ὅπως θέλει βάζοντας τούς δικούς του κανόνες. Οἱ βυζαντινοί ψάλτες ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν τήν παραδεδομένη ψαλμωδία νά ψάλλουν καί νά συνθέτουν μελωδίες σύμφωνα μέ τούς ἀρχαιοπαράδοτους κανόνες καί, ὅπως διαβάζουμε σέ παλαιό βιβλίο θεωρίας τῆς Μουσικῆς, νά μιμοῦνται τά ἀγγελικά τάγματα, νά τά ἀκολουθοῦν καί μέ φόβο καί τρόμο ἱστάμενοι στό Ναό νά ὑμνοῦν τόν Θεό μέ ἅγια ἄσματα.

Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, τῶν γερόντων τῆς Ὄπτινα, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων πού ἔδωσαν τά τελευταῖα χρόνια τή ζωή τους γιά τό Χριστό καί πάντων τῶν ἐν τῇ Ρωσσία διαλαμψάντων Ἁγίων νά σκεπάζει καί νά στηρίζει ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτό τό διακόνημα τῆς ψαλτικῆς τέχνης, ὥστε νά βοηθοῦν τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς στήν πορεία τους πρός τόν οὐρανό.