ΚΛΙΜΑΞ: ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ Περί μνήμης θανάτου

Κ  Λ  Ι  Μ  Α  Ξ

Πρίν ἀπό κάθε λόγο προηγεῖται ἡ σκέψις. Ἔτσι καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καί τῶν ἁμαρτιῶν μας προηγεῖται ἀπό τά δάκρυα καί τό πένθος. Διά τοῦτο καί τά ἐτοποθετήσαμε στήν φυσική τους θέσι καί σειρά τοῦ λόγου.

 

2. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι καθημερινός θάνατος. Καί ἡ μνήμη τῆς ἐξόδου μας ἀπό τήν ζωή αὐτή, εἶναι συνεχής στεναγμός.

3. Ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικό ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖον ὀφείλεται στήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες γιά τίς ὁποῖες δέν ἐδείχθηκε μετάνοια.

klimax 4

4. Δειλιάζει ὁ Χριστός ἐμπρός στόν θάνατο, ἀλλά δέν τρέμει, γιά νά δείξη καθαρά τά ἰδιώματα τῶν δυό Του φύσεων, (θείας καί ἀνθρώπινης).

5. Ὄπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπό κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καί ἡ σκέψις τοῦ θανάτου ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.

6. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σ΄αὐτούς πού ζοῦν στό Κοινόβιο δημιουργεῖ κόπους, λεπτολόγησι τῶν ἁμαρτιῶν τους καί γλυκειά ὑποδοχή τῶν «ἀτιμιῶν». Ἐνῶ στούς ἠσυχαστᾶς πού ζοῦν μακρυά ἀπό θορύβους προξενεῖ ἀπελευθέρωσι ἀπό βιοτικές φροντίδες, ἀδιάλειπτη προσευχή καί φυλακή τοῦ νοῦ - ἀρετές πού εἶναι καί μητέρες καί θυγατέρες τῆς μνήμης τοῦ θανάτου.

7. Ὄπως ξεχωρίζει ὁ κασσίτερος ἀπό τό ἀσήμι, ὅσο καί ἄν ὁμοιάζουν ἐξωτερικά, ἔτσι εἶναι καταφανής καί ἔκδηλη στούς διακριτικούς ἡ φυσική ἀπό τήν παρά φύσιν δειλία τοῦ θανάτου.

8. Ἀληθής ἀπόδειξις ἐκείνων πού μέ ὅλη τους τήν καρδιά συναισθάνονται καί ἐνθυμοῦνται τόν θάνατο εἶναι ἡ θεληματική ἀπροσπάθεια πρός κάθε κτίσμα καί ἡ τελεία ἀπάρνησις τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐκεῖνος πού καθημερινά περιμένει τόν θάνατο εἶναι ὁπωσδήποτε δόκιμος καί σπουδαῖος ἀγωνιστής. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν ἐπιθυμεῖ κάθε ὥρα εἶναι ἅγιος.

9. Δέν εἶναι πάντοτε καλή ἡ ἐπιθυμία τοῦ θανάτου. Ὑπάρχουν βέβαια ἐκεῖνοι πού ἁμαρτάνουν συνεχῶς παρασυρόμενοι ἀπό τήν κακή συνήθεια καί οἱ ὁποῖοι ζητοῦν μέ ταπείνωσι τόν θάνατο (γιά νά παύσουν πλέον νά ἁμαρτάνουν). Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί πού δέν ἀποφασίζουν νά μετανοήσουν καί πού ἐπικαλοῦνται τόν θάνατο ἀπό ἀπελπισία. Εἶναι ἀκόμη καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν ὑπερήφανη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους ὅτι ἔγιναν ἀπαθεῖς, καί ἄρα δέν φοβοῦνται πλέον τόν ἐρχομό τοῦ θανάτου. Ὑπάρχουν τέλος καί ἄλλοι -ἐάν βέβαια ὑπάρχουν τέτοιοι καί στήν ἐποχή μας- οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν νά ἐκδημήσουν (πρός Κύριον), διότι τούς παρακινεῖ ἡ μυστική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

10. Μερικοί εὐσεβεῖς ἔχουν τήν ἀπορία καί ζητοῦν νά μάθουν, γιατί ἄραγε, ἀφοῦ τόσο πολύ μας εὐεργετεῖ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ὁ Θεός μας ἀπέκρυψε τήν ὥρα του, χωρίς νά καταλαβαίνουν ὅτι μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τρόπο ὁ Θεός ἐπιτυγχάνει θαυμάσια τήν σωτηρία μας! Διότι κανείς δέν θά προσερχόταν ἀμέσως στό βάπτισμα ἤ στήν μοναχική πολιτεία, ἐάν ἐγνώριζε τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Θά περνοῦσε ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς τοῦ μέσα στήν ἁμαρτία καί μόνο ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του θά ἔτρεχε πρός τό βάπτισμα καί τήν μετάνοια. Ἔφ΄ὅσον ὅμως θά εἶχε ζυμωθῆ μέ τήν κακία, ἀπό τήν μακροχρόνιο συνήθεια, θά ἔμενε τελείως ἀδιόρθωτος.

11. Ὅταν πενθῆς γιά τίς ἁμαρτίες σου, μήν ἀκούσης ποτέ τόν «κύνα» ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος σου παρουσιάζει τόν Θεόν φιλάνθρωπο. Διότι ὁ σκοπός τοῦ εἶναι νά βγάλη ἀπό μέσα σου τό πένθος καί τόν «ἄφοβον φόβο». Μήν τόν ἀκούσης, παρά μόνο ὅταν τυχόν ἰδῆς τόν ἑαυτόν σου νά παρασύρεται σέ βαθειά ἀπόγνωσι.

12. Αὐτός πού θέλει νά διατηρῆ πάντοτε μέσα του τήν μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς Κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ συγχρόνως ἀφήνει τόν ἑαυτό του νά περισπᾶται σέ φροντίδες καί μέριμνες ὑλικές, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού ἐνῶ κολυμβά, θέλει ταυτόχρονα νά κτυπᾶ παλαμάκια.

13. Ἡ ζωηρά μνήμη τοῦ θανάτου ὀλιγοστεύει τά φαγητά. Καί ὅταν περικόπτωνται μέ ταπεινοσύνη τά φαγητά, κόπτονται μαζί καί τά πάθη.

14. Ἡ ἀναλγησία (σκληρότης) τῆς καρδιᾶς φέρνει πώρωσι στόν νοῦ, καί τά πολλά φαγητά ξηραίνουν τίς πηγές τῶν δακρύων. Ἡ δίψα καί ἡ ἀγρυπνία πιέζουν τήν καρδιά. Καί ὅταν πιεσθῆ ἡ καρδιά, ἐκπηδοῦν τά δάκρυα.

15. Αὐτά πού εἴπαμε, στούς γαστριμάργους φαίνονται σκληρά, ἐνῶ στούς ὀκνηρούς ἀπίστευτα. Ὁ «πρακτικός» ὅμως ἄνθρωπος θά τά δοκιμάση καί θά τά βρή μέ προθυμία. Αὐτός πού θά τά βρή καί θά τά γευθῆ, θά χαμογελάση ἱκανοποιημένος. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἀκόμη τά ἀναζητεῖ, θά σκυθρωπάση περισσότερο.

16. Οἱ Πατέρες ὁρίζουν ὅτι ἡ τελεία ἀγάπη εἶναι «ἄπτωτος», (διότι μας προστατεύει ἀπό κάθε πτῶσι). Παρόμοια καί ἐγώ ὁρίζω ὅτι ἡ τελεία συναίσθησις τοῦ θανάτου εἶναι «ἄφοβος», (διότι μας ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε ἄλλο φόβο).

17. Ὁ νοῦς τοῦ «πρακτικοῦ» μπορεῖ νά ἀσκῆ πολλῶν εἰδῶν ἐργασίες. Νά σκέπτεται δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τόν Θεόν, νά ἐνθυμῆται τόν Θεόν, νά ἐνθυμῆται τήν οὐράνιο βασιλεία, νά ἐνθυμῆται τόν ζῆλο τῶν Μαρτύρων, νά ἐνθυμῆται ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ὄπως ὁ Ψαλμωδός πού ἔλεγε, «προωρώμην τόν Κύριον» κλπ. (Ψάλμ. ἴε΄ 8). Νά ἐνθυμῆται ἀκόμη τούς ἁγίους ἀγγέλους, τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα, τήν συνάντησι μέ τά τελώνια τοῦ ἀέρος, τήν ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ, τήν κόλασι. Ἀπό μεγάλες ἐργασίες ἀρχίσαμε, (ὄπως εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ), καί καταλήξαμε σ΄αὐτές πού μας προστατεύουν ἀπό πτώσεις, (ὄπως εἶναι ὁ φόβος τῆς κολάσεως).

18. Κάποια φορᾶ ἕνα Αἰγύπτιος μοναχός μου διηγήθηκε τά ἑξῆς: «Ἄφ΄ὅτου παγιώθηκε δυνατά μέσα στήν καρδιά μου ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, (δέν εἶχα καθόλου ὄρεξι γιά φαγητό). Καί κάποτε πού χρειάσθηκε νά παρηγορήσω λίγο τό πήλινο σῶμα μου, ἡ μνήμη αὐτή σάν δικαστῆς μου τό ἀπηγόρευσε. Καί τό πλέον ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι, πάρ΄ὅλο πού προσεπάθησα, δέν κατόρθωσα νά τήν ἀποδιώξω».

19. Ἕνας ἄλλος πού ἀσκήτευε ἐδῶ στήν περιοχή πού ὀνομάζεται Θολᾶς, πολλές φορές μέ τήν σκέψι τοῦ θανάτου ἐγινόταν ἐκτός ἑαυτοῦ. Καί σάν λιπόθυμο ἤ ἐπιληπτικό τόν ἀνεσήκωναν, ἀναίσθητο σχεδόν, οἱ ἐκεῖ εὐρισκόμενοι ἀδελφοί.

20. Δέν θά παραλείψω νά σοῦ παρουσιάσω καί τήν ἱστορία τοῦ Ἠσυχίου τοῦ Χωρηβίτου. Αὐτός ζοῦσε ἀμελέστατα χωρίς τό παραμικρό ἐνδιαφέρον γιά τήν ψυχή του. Κάποτε λοιπόν συνέβη νά ἀσθενήση βαρύτατα καί νά φθάση στό σημεῖο, ὥστε ἐπί μία ὥρα ἀκριβῶς νά φαίνεται ὅτι ἀπέθανε. Συνῆλθε ὅμως πάλι, ὅποτέ μας ἱκετεύει ὅλους νά φύγωμε ἀμέσως. Καί ἀφοῦ ἔκτισε τήν πόρτα τοῦ κελιοῦ του, ἔμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρίς νά ὁμιλήση καθόλου μέ κανένα. Ὅλο αὐτό τό διάστημα δέν γευόταν τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό ψωμί καί νερό. Καθόταν μόνο ἐκστατικός ἐμπρός σέ ἐκεῖνα πού εἶδε στήν ἔκστασί του. Τόσο πολύ σκεπτικός, ὥστε ποτέ πλέον δέν ἄλλαξε ἡ ἔκφρασίς του. Καί πάντοτε σάν ἀφηρημένος, χύνοντας ἀθόρυβα καί συνεχῶς θερμά δάκρυα. Μόνο ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀποφράξαμε τήν πόρτα καί εἰσήλθαμε μέσα. Καί ἀφοῦ πολύ τόν παρακαλέσαμε, τοῦτο μόνο εἶπε: «Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί. Αὐτός πού ἐγνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου, δέν θά μπορέση ποτέ πλέον νά ἁμαρτήση». Ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε βλέποντας τόν ἄλλοτε ἀμελέστατο νά ἔχη μεταμορφωθῆ τόσο ἀπότομα μέ τήν μακαριστή αὐτή ἀλλαγή καί μεταμόρφωσι. Καί ἀφοῦ τόν ἐθάψαμε μέ εὐλάβεια στό κοιμητήριο πού εὑρίσκεται κοντά στό κάστρο, ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες ἀναζητήσαμε τό ἅγιό του λείψανο, ἀλλά δέν τόν εὐρήκαμε. Μέ τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο ὁ Κύριος ἐπληροφόρησε πόσο εὐάρεστα δέχθηκε τήν ἐπιμελημένη καί ἀξιέπαινη μετάνοιά του, ὅλους ἐκείνους πού θά ἀπεφάσιζαν νά διορθωθοῦν, ὕστερα καί ἀπό πολλή ἀκόμη ἀμέλεια.

21. Μερικοί θεωροῦν ὅτι ἡ θαλασσία ἄβυσσος δέν ἔχει ὅρια. Καί τήν ὀνομάζουν περιοχή ἀπύθμενον. Παρόμοια καί ἡ σκέψις τοῦ θανάτου δημιουργεῖ στήν ψυχή τέτοια κατάστασι, ὥστε καί ἡ ἁγνότης καί ἡ ἕν γένει πνευματική ἐργασία νά παρουσιάζεται ἄφθαστος, (χωρίς τέρμα δηλαδή). Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει καί ὁ προηγούμενος Ὅσιος. Ὅσοι τόν μιμοῦνται, προσθέτουν φόβο στόν φόβο, ἀκατάπαυστα, μέχρις ὅτου ἐξαντληθῆ καί αὐτή ἡ δύναμις τῶν ὀστῶν τους.

22. Ἅς βεβαιωθοῦμε ὅτι καί τοῦτο εἶναι δῶρον Θεοῦ, μέσα σέ ὅλα τά ἀγαθά Του. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι πολλές φορές, ἄν καί πλησιάζομε σέ τάφους, εἴμαστε ἀδάκρυτοι καί ἀσυγκίνητοι. Ἐνῶ ἀντίθετα πολλές φορές, χωρίς νά ἀντικρύζωμε κάτι παρόμοιο, κατανυσσόμεθα.

23. Ὅποιος νεκρώθηκε γιά ὅλα τά γήϊνα, αὐτός ἐνθυμεῖται τόν θάνατο. Ἐκεῖνος ὅμως πού διατηρεῖ μαζί τους δεσμούς δέν εὐκαιρεῖ γιά κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ἄλλωστε μέ τήν συμπεριφορά τοῦ γίνεται ὁ ἴδιος ἐχθρός του ἑαυτοῦ του.

24. Μή θέλης νά δείχνης σέ ὅλους μέ λόγια τήν ἀγάπη σου, ἀλλά καλύτερα ζήτει ἀπό τόν Θεόν νά τούς τήν φανερώση ἐκεῖνος μέ τρόπο μυστικό. Διαφορετικά δέν θά σοῦ ἐπαρκέση ὁ χρόνος καί γιά συνομιλίες καί γιά κατάνυξι.

25. Μήν ἀπατᾶσαι, ἀνόητε ἐργάτη, ὅτι μέ τόν ἑπόμενο χρόνο θά ἀναπληρώσης τόν χρόνο πού ἔχασες. Διότι καί τῆς κάθε ἡμέρας ὁ χρόνος δέν ἐπαρκεῖ ὥστε νά ἐκπληρώσωμε ὄπως πρέπει τίς καθημερινές μας ὑποχρεώσεις πρός τόν Δεσπότη.

26. Δέν εἶναι δυνατόν, εἶπε κάποιος, δέν εἶναι δυνατόν νά περάσουμε μέ εὐλάβεια τήν σημερινή ἡμέρα, ἐάν δέν τήν λογαριάσωμε σάν τήν τελευταία της ζωῆς μας. Καί εἶναι ἀξιοθαύμαστο, ὅτι κάτι παρόμοιο ἐξέφρασαν καί οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι ἐχαρακτήρισαν τήν φιλοσοφία «μελέτη θανάτου».

Βαθμίς ἕκτη! Ὅποιος τήν ἀνέβηκε, δέν πρόκειται πλέον νά ἁμαρτήση, ἔφ΄ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος ἐκεῖνος τῆς Γραφῆς: «Μιμνήσκου τά ἔσχατά σου, καί εἷς τόν αἰώνα οὗ μή ἁμάρτης» (Σόφ. Σειράχ ζ΄ 36).

[ΠΗΓΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ]